«Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος»
τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀττικῆς καὶΒοιωτίας κ. Χρυσοστόμου
Πέμπτη 26 Δεκέμβριος 2019
Ε Ι Σ Η Γ Η Σ Ι Σ
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου
Στὴν Ἱερατικὴ Σύναξη Κληρικῶν στὸν Πειραιᾶ
13/26 Δεκεμβρίου 2019
Θέμα: Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος
Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ
Χειροτονία, κριτήριο καὶ προϋπόθεση
Ἡ ἀλληλουχία προσώπων, ἡ συνέχεια, ἡ μεταβίβαση σύμφωνα μὲ ὁρισμένους κανόνες “ἀξιώματος”, ἐν προκειμένῳ τοῦ ἀξιώματος «τῶν Ἀποστόλων τῆς Πεντηκοστῆς, ἐντὸς τῆς ὁποίας παρατείνεται ὁ Χριστὸς χαρισματικῶς» (Παναγόπουλος, 2016, σελ. 86), εἶναι ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχή.
Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ σημαίνει ἀδιάκοπη σειρὰ Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἕως σήμερα μὲ τὴν κανονικὴ Χειροτονία, τοποθέτηση καὶ ἐνθρόνισή τους στὴν Ἐπισκοπικὴ ἕδρα, αὐτῶν ποῦ διατήρησαν τὴν ὀρθὴ Πίστη καὶ Διδασκαλία καὶ ἀνέλαβαν τὸ ὑπούργημα τοῦ Ἐπισκόπου στὴ διακονία τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, αὐτῆς ποὺ θεμελιώθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους ἐπάνω στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. «Ταύτης δὲ τῆς καλῆς πόλεως οἱ προεστῶτες κριταὶ καὶ σύμβουλοι ἀρχὴν μὲν ἀπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ μαθητῶν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν εἰλήφασιν, ἐκ δὲ τῆς ἐκείνων διαδοχῆς εἰσέτι καὶ νῦν ὥσπερ ἐκ σπέρματος ἀγαθῶν φύντες διαλάμπουσι πρόεδροι τῆς τοῦ θεοῦ ἐκκλησίας καθεστῶτες» (Εὐσέβιος Άγιος). Αὐτή, τὴ Μία Ἁγία Καθολική καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ἑνότητα, τὴ συνοχή, τὴν ἀδιάκοπη ἁλυσιδωτὰ συνδεδεμένη συνέχειά της στὸ χρόνο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, μαρτυρᾶ καὶ διασφαλίζει , μεταξὺ ἄλλων, ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχή.
Ἡ ἐξακρίβωση τῆς συνέχειας τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἱστορίας καὶ συνεπῶς τῆς ἀκεραιότητας, τῆς γνησιότητας καὶ τῆς ἀλήθειας τῆς ἑκάστοτε τοπικῆς Ἐκκλησίας κι γι’ αὐτὸ τηρεῖται κατάλογος ποὺ παρουσιάζει τὴ Διαδοχὴ καὶ τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τῶν Ἁγίων ἀνδρῶν στοὺς Ἐπισκοπικοὺς θρόνους.
Ἡ τελετὴ ποὺ πραγματοποιεῖται καὶ παραλλήλως ἀποτελεῖ ἕνα ἐκ τῶν κριτηρίων καὶ προϋποθέσεων τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς εἶναι ἡ Χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου, «Ἐπίσκοπος χειροτονείσθω ὑπὸ ἐπισκόπων δύο ἢ τριῶν» (Ἀπ. Κανὼν Ά.). Ἡ προϋπόθεση αὐτὴ ἄλλωστε γιὰ τὴ διατήρηση τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς, ἡ Χειροτονία, ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴ σύντομη αὐτὴ ὁμιλία περὶ τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας
Ἱστορικὴ ἀναδρομὴ
Στὸ σημεῖο αὐτὸ λοιπόν, ἐπιτρέψατέ μου νὰ κάνω τὴν ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὰ γεγονότα ποὺ πιστοποιοῦν τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ μιὰ περιγραφὴ τοῦ εὐρύτερου ἱστορικοῦ πλαισίου καὶ τῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ ὄχι ἁπλῶς ἐπέτρεψαν, ἀλλὰ ἀνάγκασαν καὶ τελικὰ δικαίωσαν τὴ δράση καὶ τὶς πρωτοβουλίες τῶν δραστήριων τότε Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1955 ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος Καβουρίδης κοιμήθηκε. Ὁ νέος αὐτὸς ὁμολογητὴς καὶ Πρωθιεράρχης, ὅπως εἶναι γνωστό, εὐελπιστοῦσε στὴν ἐπαναφορὰ τῆς κανονικῆς τάξης στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴν παγιωθεῖ ὁ διχασμὸς στὸ ἐσωτερικό της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐλπίδα τὴν ὁποία διατηροῦσε, ἀκόμη τότε, ὁ Κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τῶν Ὀρθοδόξων.
Μετὰ τὴν ὁσιακή του κοίμηση, λοιπόν, παρουσιάστηκε ἀνάγκη ἀνάδειξης διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ προσωρινὸ χαρακτήρα γιὰ λόγους τάξεως, τὴν ὁποία καὶ ἀνέλαβε δωδεκαμελὴς -αἱρετὴ ὑπὸ τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου- Ἐκκλησιαστικὴ Ἐπιτροπή. Στὴν πλειοψηφία τους τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν Ἀρχιμανδρίτες μὲ Πρόεδρο τὸν ἐπίσης Ἀρχιμανδρίτη Ἀκάκιο Παππᾶ.
Ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη καὶ συνεπῶς προτεραιότητα τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν ἡ ἀντικατάσταση τῆς προσωρινῆς διοίκησης μὲ τὴ μόνιμη ἐκείνη καὶ κανονικὴ Ἀρχιερατικὴ Ἡγεσία ποὺ θὰ ἀναλάμβανε διοικητικὰ καὶ πνευματικὰ τὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἀρχικά, καὶ προτοῦ δρομολογηθεῖ οἱαδήποτε ἐνέργεια γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῆς παραπάνω ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης, πραγματοποιήθηκαν προσπάθειες ἐπικοινωνίας μέσω διαβημάτων γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ Πατρίου ἑορτολογίου ἀπὸ τὴν τότε Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ αὐτὴ ἦταν ἡ μεγαλύτερη ἐπιθυμία καὶ ἐλπίδα μας, ἡ ὁποία καὶ δυστυχῶς ἀποδείχθηκε φρούδα. Ἀπόδειξη τῆς προθέσεως αὐτῆς παρουσιάζεται σὲ ἔγγραφο ποὺ κοινοποιεῖται στὸ ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας τοῦ ἔτους 1959.
Ἀκολούθησαν ἐνέργειες γιὰ τὴν προσχώρηση μεμονωμένων Ἀρχιερέων (Μητροπολίτης Κορυτσᾶς Εὐλόγιος Κουρίλας) ἀπὸ τὴν τότε κρατοῦσα Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἀναγνώριζαν τὸν δίκαιο ἀγώνα μας, ἐνέργειες ποὺ ὅμως δὲν ὁλοκληρώθηκαν.
Νὰ σημειωθεῖ πὼς ἡ Ἱεραρχία τῆς τότε Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἄλλωστε κάνει καὶ σήμερα, αἰσθάνονταν τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν προσπάθειά μας γιὰ διατήρηση τῶν πατρώων Παραδόσεων ὡς ἀπειλὴ γιὰ τὴ μεθοδευμένη μελλοντικὴ οἰκουμενιστική της κατεύθυνση καὶ κατέβαλε ἐπίμονες καὶ πρὸς πάσα κατεύθυνση προσπάθειες ἀνακοπῆς καὶ ἀναστολῆς τῆς συνέχειας καὶ τῆς διατήρησης τῆς Ἐκκλησίας μας στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο.
Ὁ ἐκφοβισμὸς σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ δημιουργία ἀξεπέραστων ἐμποδίων πρὸς οἱονδήποτε Ἱεράρχη κατανοοῦσε καὶ ἐπιθυμοῦσε τὴ στήριξη καὶ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἀγωνιστῶν τῶν Παραδόσεων, ἀπέκλειαν κάθε ἐνδεχόμενο ἀνάληψης τῆς ἱερῆς αὐτῆς εὐθύνης ἀπὸ Ἕλληνα Ἀρχιερέα. Εἶναι γεγονὸς πὼς τὸ ἐγχείρημα ἀπαιτοῦσε προσωπικότητες μὲ διάθεση αὐτοθυσίας, γενναῖες, Ἁγιασμένες. Τὴ στήριξη τοῦ ἱεροῦ μας ἀγώνα, ὅπως ἡ ἱστορία ἀπέδειξε, τὴ λάβαμε ὄντως ἀπὸ Ἁγιασμένες προσωπικότητες.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1957 πραγματοποιήθηκε τὸ Β’ Πανελλήνιο Ἱερατικὸ Συνέδριο τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν Ἀθήνα. Στὸ πλαίσιο τοῦ Συνεδρίου ἔγιναν -κατ’ οἰκονομία, ἀπὸ Πρεσβυτέρους καὶ Ἀρχιμανδρίτες- ἀρχαιρεσίες ἐκλογῆς ὑποψηφίων Κληρικῶν γιὰ τὴν Ἀρχιεροσύνη. Οἱ ἐκλογὲς εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἀνάδειξη τῶν Ἀρχιμανδριτῶν Χρυσόστομου Νασλίμη, Ἀκάκιου Παππᾶ καὶ Χρυσόστομου Κιούση, οἱ ὁποῖοι καὶ θεωρήθηκαν ἔκτοτε ὑποψήφιοι Ἐπίσκοποί της Ἐκκλησίας μας. Οἱ ἀρχαιρεσίες ἔγιναν μὲ τὴ συμμετοχὴ περισσότερων ἀπὸ 100 Κληρικῶν ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, μεταξὺ τῶν ὁποίων παρέστησαν ἐνεργὰ καὶ Ἁγιορεῖτες Πατέρες.
Μὲ ἀναδεδειγμένα καὶ αἱρετὰ πλέον πρόσωπα ἀπὸ τὴ βάση τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς Ἐπισκοπικοὺς θρόνους καὶ μὲ δεδομένη τὴν ἄκαμπτη καὶ σκληρὴ στάση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ ἀποδείκνυε τὸ μάταιο τῶν προσπαθειῶν μας γιὰ ἐπαναφορά της στὴν κανονικὴ τάξη, ἀπευθυνθήκαμε σὲ Ἐκκλησία τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἡ ὁποία καὶ ἀσφαλῶς διατηροῦσε ὅμοιες μὲ ἐμᾶς, τότε, παραδοσιακὲς ἀρχές, καὶ συγκεκριμένα στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Σκοπὸς ἦταν ἡ ἔνταξή μας στὴ Σύνοδο, μὲ βασικὴ προϋπόθεση, ὡστόσο, τὴν παύση τῆς κοινωνίας τῶν Ἱεροσολυμιτῶν μὲ ὅλους, ὅσοι ἀκολουθοῦσαν τὴν καινοτομία τοῦ νέου ἡμερολογίου. Ἡ προσπάθεια ὅμως ἀπέβη ἄκαρπη.
Δρομολογήθηκε τότε ἡ ἐπικοινωνία-ἔκκληση βοηθείας μέσω διαβημάτων ἀπὸ Ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχὲς τοῦ ἐξωτερικοῦ γιὰ τὴ Χειροτονία τῶν ἐκλεγμένων ἀνδρῶν καὶ ἐν δυνάμει Ἐπισκόπων της Ἐκκλησίας μας, μὲ ἀπώτερο πλέον στόχο τὴ σύσταση Συνόδου. Ἀπευθυνθήκαμε λοιπὸν σὲ Συνόδους καὶ Ἀρχιερεῖς γνησίου Ὀρθοδόξου φρονήματος, μὲ ἀναμφισβήτητη τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ τὴ διατήρηση ἀνόθευτης καὶ ἀναλλοίωτης τῆς Πίστης καὶ τῆς πατρώας Παραδόσεως. Οἱ Ἀρχιερεῖς αὐτοὶ ἦταν οἱ Σέρβοι τῆς «Μετροπόλια» καὶ οἱ Ἱεράρχες τῆς «Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς», καὶ οἱ δύο Σύνοδοι ἐγκατεστημένοι στὴν Ἀμερική. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς εἰδικῶς τηροῦσε ξεκάθαρη ἀντὶ-οἰκουμενιστικὴ θέση, ἰδιαιτέρως δὲ, μετὰ τὴν ἐκλογὴ ὡς Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἑλληνορθόδοξου Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀμερικῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου, τοῦ Ἰάκωβου Κουκούζη, ποὺ ἦταν θερμὸς οἰκουμενιστής.
Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Ἀρχιεπισκοπὴ τοῦ νέου ἡμερολογίου στὴν Ἀμερική, σὲ ἀκολουθία μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, βρίσκονταν σὲ μόνιμη ἐγρήγορση προκειμένου νὰ ἀποτρέψει ἐνδεχόμενη χειροτονία Ἕλληνος Ἐπισκόπου στὶς Η.Π.Α. ἀπὸ ὁποιαδήποτε κανονικὴ Δικαιοδοσία. Ἐπικρατοῦσε -ὅπως ἄλλωστε καὶ στὴν Ἑλλάδα- ἕνα εἶδος «τρομοκρατίας» ἀπὸ τὶς «κρατοῦσες/ἐπίσημες Ἐκκλησίες». Ὡς ἐκ τούτου οἱ Ὀρθόδοξες στὸ φρόνημα Ἐκκλησίες διώκονταν καὶ ὑφίσταντο πόλεμο ὑπὸ τῶν νεωτεριστῶν ποὺ στόχο εἶχε τὸ διχασμὸ τοῦ ποιμνίου τους, τὴν ἀναστάτωση στὸ ἐσωτερικὸ καὶ τελικῶς τὴ διάλυσή τους. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς δὲν βρίσκονταν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς νεωτεριστὲς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ὡστόσο, δίσταζε νὰ θέσει σὲ κίνδυνο τὶς σχέσεις καὶ τὴ θέση της, γραμμὴ προσωπικὴ τοῦ τότε Μητροπολίτη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, Ἀναστασίου.
Ἡ βοήθεια λοιπὸν ἦρθε ἀπὸ μεμονωμένους Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὡς μονάδες δὲν ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴ Σύνοδο καὶ τὴν Ἐκκλησία τοὺς ἀφενός, ἀφετέρου διέθεταν τὸ σθένος, ὅπως τὸ ἱερὸ -ἐκ τῆς θέσεως καὶ τῆς Χάριτος- καθῆκον ἐπέβαλε στὴ συνείδησή τους, νὰ ἀναλάβουν τὴ Χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων χάριν τῆς συνέχειας τῆς Παραδόσεως στὴν ὁμόδοξη τότε Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα.
Τὸν Μάιο τοῦ 1958, ἡ Ἐκκλησία μας ἐπικοινώνησε μὲ τὸν ὁμόπιστο συναγωνιστῆ ἀδελφό, Ἀρχιεπίσκοπο Σικάγου καὶ Ντιτρόιτ Σεραφείμ, Ἱεράρχη τῆς Συνόδου τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Γιὰ τὴν ἐπικοινωνία αὐτὴ μεσολάβησε ὁ Ρῶσος Ἁγιοσαββαΐτης Μοναχός, Ἀντώνιος. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφεὶμ ἐκδήλωσε τὸ ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον του νὰ ἐνισχύσει τὸν δίκαιο ἀγώνα τῶν ὁμόδοξων Ἑλλήνων. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Χειροτονίας, ὡστόσο, ἔπρεπε οἱ ἐκλεγμένοι Ἕλληνες Ἀρχιμανδρίτες νὰ ταξιδέψουν στὶς Η.Π.Α. Οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ὅμως δὲν τὸ ἐπέτρεπαν, κι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος κατάφερε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἐμπόδια ἦταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀκάκιος Παππᾶς. Γιὰ τὴν ἱστορία νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κιούσης, ὁ ἕνας ἐκ τῶν τριῶν ἐν δυνάμει Ἐπισκόπων, κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Ἀμερικανικὴ Πρεσβεία γιὰ τὴν ἔκδοση τῆς ἀπαραίτητης γιὰ τὸ ταξίδι βίζας, πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς ἁρμόδιους τῆς ὑπηρεσίας πὼς εἶναι ἀδύνατον νὰ τοῦ δοθεῖ σχετικὴ ἄδεια, ἀφοῦ τὸ ὄνομά του ἀναγράφεται μὲ κόκκινο χρῶμα στοὺς καταλόγους, ὡς ἔνδειξη ἀπαγορευτικὴ γιὰ τὴν ἔκδοση βίζας.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1960 ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀκάκιος Παππᾶς ταξίδεψε στὴν Νέα Ὑόρκη συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ἀνιψιὸ καὶ συνονόματό του Ἀρχιμανδρίτη Ἀκάκιο. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Χειροτονίας τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Ἐπισκόπου, ὁ Αρχιεπίσκοπος Σικάγου καὶ Ντιτρόιτ Σεραφεὶμ συλλειτούργησε μὲ τὸν ἐκ Ρουμανίας Ἐπίσκοπο Σεβρῶν, Θεόφιλο Ἰονέσκου, ὁ ὁποῖος διατηροῦσε ἐνοριακοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς ἐντός της Ἐπαρχίας τοῦ Σεραφείμ.
Στὶς 9/22 Δεκεμβρίου 1960 τελέσθηκε ἡ Χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Ταλαντίου, Ἀκακίου, στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίου Νικολάου στὸ Ντιτρόιτ. Παρόντες ἦταν οἱ Ἀρχιμανδρίτες Πέτρος Ἀστυφίδης καὶ Ἀκάκιος Παππᾶς. Στὸ πλαίσιο τῆς συμφωνίας τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὸν Σεβασμιώτατο Σεραφείμ ἔγινε σαφὲς πὼς δύο χρόνια μετὰ τὴν Χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀκακίου ἡ Ἐκκλησία μας θὰ δρομολογοῦσε τὴ Χειροτονία κι ἄλλων Ἐπισκόπων, ποὺ θὰ ἱκανοποιοῦσε πλέον τὴ σύσταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὴ βοήθεια ἕτερου Ἀρχιερέα ἀπὸ τὴν ἴδια Σύνοδο, αὐτὴ τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1962, δύο χρόνια μετὰ τὴ Χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Ἀκακίου, ἐκδηλώθηκε ἐπίσης ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον καὶ ἐπιθυμία ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Χιλὴς καὶ Περοὺ Λεόντιο Φιλίπποβιτς, τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος προθυμοποιήθηκε νὰ ἐνισχύει τὸν τίμιο ἀγώνα τῶν Ἑλληνορθοδόξων καὶ προσφέρθηκε μάλιστα νὰ ταξιδέψει στὴν Ἑλλάδα. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν Λεόντιο νὰ σημειωθεῖ ὅτι πραγματοποιήθηκε στὸ πλαίσιο τῆς ἐπικοινωνίας ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται μεταξὺ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀκακίου μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ.
Στὶς 7/20 Μαΐου τοῦ 1962 ἀφίχθη στὴν Ἑλλάδα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χιλὴς καὶ Περοὺ Λεόντιος, ὁ ὁποῖος καὶ προέβη μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ταλαντίου Ἀκάκιο στὶς Χειροτονίες τῶν Ἐπισκόπων α) Κυκλάδων, Παρθενίου Σκουρλῆ, β) Γαρδικίου, Αὐξεντίου Πάστρα καὶ γ) Μαγνησίας, Χρυσοστόμου Νασλίμη.
Ἀκολούθως χειροτονήθηκαν οἱ Ἐπίσκοποι α) Σαλαμῖνος, Γερόντιος Μαριόλης καὶ β) Διαυλείας, Ἀκάκιος Παππᾶς ὁ νεότερος (Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ., 2018).
Ἐξαιρετικῆς σημασίας γεγονότα ἀποτελοῦν τὰ ἑξῆς:
Α) Ἀπὸ τὸ 1957 ὑπῆρχε ἐπικοινωνία τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τὸν Ἅγιο Ἱεράρχη Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, Ἀρχιερέα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ὁ κατὰ πάντα ὁμόδοξος Ἅγιος Ἀρχιερέας κατανοοῦσε τὴν ἀνάγκη τῶν καιρῶν καὶ αἰσθανόταν τὴν εὐθύνη γιὰ τὴ στήριξή μας, τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος. Αὐτός, μαζὶ μὲ τὸν Ντιτρόιτ Σεραφεὶμ -ποὺ δρομολόγησε τὴν πρώτη Χειροτονία, αὐτὴ τοῦ Ἀκακίου- καὶ τέσσερις ἀκόμη Ἀρχιερεῖς τῆς Συνόδου τους, εἶχαν προβεῖ σὲ διάβημα πρὸς τὴ Σύνοδό τους ὑπὲρ τῆς Χειροτονίας Ἑλλήνων Ἐπισκόπων. Ὁ Μητροπολίτης ὅμως Ἀναστάσιος, δεδομένης τῆς τότε γραμμῆς του, δὲν ἀνταποκρίθηκε στὴν ἔκκληση τῶν Ἑλλήνων. Νὰ σημειωθεῖ ἐπίσης πὼς μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς συνδεόμενος μὲ ἐγκάρδια φιλία ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Περοὺ καὶ Χιλής, Λεόντιος, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἀκάκιο προέβησαν στὶς λοιπὲς Χειροτονίες Ἑλλήνων Ἐπισκόπων.
Β) Τὸ Μάϊο τοῦ 1964 ἀνέλαβε ὡς νέος Πρωθιεράρχης τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ὁ Μητροπολίτης Ἅγιος Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Μητροπολίτη Ἀναστάσιο, ἀκολούθησε διαφορετική γραμμή. Αὐτὸς ἦταν μάλιστα, ποὺ λίγα χρόνια ἀργότερα, τὸ ἔτος 1969, προέβη στὴν ἐπίσημη Συνοδικὴ ἀναγνώριση τῶν Ἐπισκοπικῶν Χειροτονιῶν τῶν Ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀναγνωρίζοντας δὲ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς «Ἀδελφοὺς ἐν Χριστῷ σὲ πλήρη κοινωνία μεταξὺ ἀλλήλων». Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ πραγματοποιήθηκε ὕστερα ἀπὸ ἐπικοινωνία του μὲ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπό μας Αὐξέντιο καὶ προκειμένου νὰ πάψει πλέον ἐπισήμως καὶ διὰ παντὸς ἡ οἱαδήποτε ἀμφισβήτηση περὶ τῆς κανονικότητος τῶν Χειροτονιῶν καὶ τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Συγκεκριμένα:
«Στὶς 15/28 Δεκεμβρίου τοῦ 1967 ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος βεβαιώνει ὅτι ὁ Σεβ. Ἀκάκιος χειροτονήθηκε ἀπὸ δύο Ἀρχιερεῖς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου του, ὀνομαστικὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Σικάγου καὶ Ντητρόϊτ Σεραφεὶμ καὶ τὸν ὑπεύθυνο τῶν Ρουμανικῶν Κοινοτήτων Ἐπίσκοπο Θεόφιλο, γι΄ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς ΡΟΕΔ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὸ κῦρος τῆς χειροτονίας τοῦ Ἐπισκόπου Ταλαντίου Ἀκακίου» (Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 1972, σελ. 5).
«Τὸν Μάιο-Ἰούνιο τοῦ 1969 ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος ἀπευθυνόμενος καὶ πάλι πρὸς τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας μας Αὐξέντιο, τονίζει ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ΡΟΕΔ ἀναγνωρίζει τὸ κῦρος τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀκακίου καὶ ὅσων χειροτονιῶν Ἐπισκόπων ἐπακολούθησαν γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Ἡ δὲ Ἑλληνικὴ Ἱεραρχία θεωρεῖται Ἀδελφὴ ἐν Χριστῷ ἐν πλήρει κοινωνίᾳ μετὰ τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς» (Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 1969, σέλ. 5).
«Στὶς 18/31 Δεκεμβρίου τοῦ 1969 ἐκδόθηκε ἡ ἐπίσημη Πράξη Συνοδικῆς ἀναγνωρίσεως τῶν Ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὅτι ἡ Ἀρχιερατικὴ Σύνοδος τῆς ΡΟΕΔ θεωρεῖ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἀδελφοὺς ἐν Χριστῷ σὲ πλήρη κοινωνία μεταξὺ ἀλλήλων. Ἡ Συνοδικὴ Πράξη ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μητροπολίτη Φιλάρετο καὶ δέκα ἀκόμη Ἀρχιερεῖς τῆς ΡΟΕΔ» (Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 1970, σέλ. 8).
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἐπίσης ἡ μυστικότητα κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία πραγματοποιήθηκαν καὶ οἱ δύο ἱστορικὲς Χειροτονίες, τόσο ἡ πρώτη τοῦ 1960 στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Ντιτρόιτ των Η.Π.Α., κατὰ τὴ διάρκεια νυκτερινῆς Θείας Λειτουργίας, ὅσο καὶ ἡ δεύτερη Χειροτονία τοῦ 1962 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικολάου Παιανίας στὴν Ἀττική, καὶ συγκεκριμένα στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ὅπου μετέβη ὁ Ἀρχιερέας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς. Τὰ μέτρα προστασίας ποὺ ἐλήφθησαν προκειμένου νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ μυστικότητα τοῦ γεγονότος ἀπὸ τὴν κρατοῦσα Ἐκκλησία, θύμιζε τὶς ἐποχὲς τῶν παράνομων καὶ ἀπάνθρωπων διωγμῶν ἐναντίον μας.
Χωρὶς προηγούμενο χαρακτηρίζεται καὶ ὁ πόλεμος τὸν ὁποῖο ὑπέστησαν οἱ δύο Ἀρχιερεῖς τόσο ὁ Ταλαντίου Ἀκάκιος, ὅσο καὶ ὁ Ἱεράρχης Λεόντιος. Ὅταν ὁ Ταλαντίου Ἀκάκιος ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Ἀμερική, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ὑποδέχθηκε τὸ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας μας, φοβερὲς ἐπιθέσεις τόσο οὐσιαστικὲς ὅσο καὶ ἐπικοινωνιακὲς περίμεναν τὸν γηραιὸ πλέον ἀγωνιστῆ, ἀπὸ τοὺς ἀντίστοιχους σημερινοὺς ἐπικριτές μας. Οἱ συκοφαντίες καὶ οἱ ἐπικοινωνιακὲς ἐπιθέσεις δὲν ἔλλειψαν καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἱεράρχη τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς, ποὺ μὲ πλήρη συνείδηση τοῦ καθήκοντός του ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῆς Χειροτονίας τῶν Ἐπισκόπων μας.
Ἕνα ἀκόμη σημεῖο ποὺ φανερώνει τὴν ἀντιξοότητα καὶ τὶς δυσκολίες τῆς ἐποχῆς ποὺ οἱ ἀγωνιστὲς Ποιμένες μας τότε, ὄφειλαν νὰ ἀντιμετωπίσουν, ἦταν οἱ οἰκονομικὲς συνθῆκες, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπέτρεπαν τὰ ὑπερατλαντικὰ ταξίδια τῶν Κληρικῶν, ποὺ τελικῶς πραγματοποιήθηκαν μὲ οἰκονομικὴ βοήθεια προερχόμενη ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Εἰρήνης Χρυσοβαλάντου στὴ Λυκόβρυση, Γερόντισσας Μελετίας, καθὼς κι ἀπὸ τὸν λαϊκὸ ἐκ Θήβας, ὑπέρμαχο τοῦ ἱεροῦ μας ἀγώνα, Κωνσταντῖνο Τούτουζα (Ἐκκλησία ΓΟΧ, 2018).
Ἔκτοτε καὶ ὡς πρὸς τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ ἕως σήμερα χειροτονήθηκαν οἱ ἑξῆς Ἀρχιεπίσκοποι: Σὲ συνέχεια τοῦ Ἀκάκιου Παππᾶ, ὁ Αὐξέντιος Πάστρας, ὁ Χρυσόστομος Κιούσης καὶ ὁ Καλλίνικος Σαραντόπουλος.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ καὶ ἡ κανονικὴ συνέχεια γιὰ τὴ νεότερη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τὸ 1960 καὶ μετά, τῆς Ἐκκλησίας τῶν παλαιοημερολογιτῶν, ὅπως οἱ νεωτεριστὲς μᾶς ὀνόμασαν· τῶν «Γνησίων» Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, προσωνυμία, ποὺ ἀναγκαστικῶς χρησιμοποιήσαμε, προκειμένου νὰ διαχωρίσουμε τὴ θέση μας ἀπὸ τὴν παράνομη καὶ αὐταρχικὴ πρωτοβουλία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρυθμίσεως τοῦ 1924 καὶ τὶς ὀλέθριες συνέπειες ποὺ αὐτὴ ἐπέφερε, διχάζοντας τὴν Ὀρθοδοξία ἐν γένει, ἀλλὰ καὶ εἰδικῶς διχάζοντας τὴν Ἐκκλησία στὴν πατρίδα μας.
Ὑφίσταται, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, -σὺν Θεῷ- κανονικὴ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ ποὺ ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Ἑλλάδος, ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο -ἐν ἔτει 2019- κ. Καλλίνικο καὶ μόνον.
Τὰ περὶ ἀμφισβήτησης τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῶν παλαιοημερολογιτῶν, μὲ ἀναφορὰ σὲ διάφορες ὁμάδες, παρατάξεις, σέχτες κ.α. ποὺ πολλὲς φορὲς δημιουργοῦνται ἀπὸ ἀποσχισθέντες ἀπὸ τὸ νέο ἡμερολόγιο καὶ ἄλλους συχνὰ χωρὶς φόβο Θεοῦ ρασοφόρους, οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὴν κανονικὴ Σύνοδο τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος, τὴν ἔχουσαν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ ἐπικυρωμένη δὲ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Φιλάρετο. Ἡ Σύνοδος λοιπὸν αὐτή, στὶς μέρες μας, προστατεύεται καὶ νομικῶς ἀπὸ τὶς προαναφερθεῖσες ὁμάδες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς τεχνηέντως διατυπωμένες καὶ ψευδεῖς κατηγορίες, προσβολὲς καὶ ἀπειλὲς διαφόρων.
Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ
Χειροτονία «ὑπερόριος»
Εἶναι γεγονὸς πὼς ἡ ἐν ἔτει 1960 Χειροτονία τοῦ Ἐπισκόπου Ταλαντίου, Ἀκακίου, χαρακτηρίζεται ὡς «ὑπερόριος», ἀφοῦ ἔλαβε χώρα σὲ διαφορετικὴ περιοχὴ ἀπὸ αὐτὴ στὴν ὁποία γεωγραφικὰ ἀνήκει ὁ χειροτονούμενος, καθὼς καὶ ἀπὸ «διαφορετικὴ» Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχή.
Σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ στοιχεῖο βασίζονται οἱ πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εἰς ἀντιμετώπιση αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς κατηγορίας, ὁ Ἅγιος Φιλάρετος προέβη στὴν ἔγγραφη ἀναγνώριση καὶ ἐπίσημη διαβεβαίωση - ἐπικύρωση τῶν Χειροτονιῶν τῶν Ἐπισκόπων μας παρέχοντας πλήρη Συνοδικὴ εὐλογία, ὥστε νὰ μὴν ἐπιτρέπεται ἡ οἱαδήποτε σχετικὴ κακοήθης τοποθέτηση ἀπ’ ὅπου κι ἂν προέρχεται.
Γνωστὸ ἐπίσης εἶναι στοὺς πολέμιους τῆς Ἐκκλησίας μας ὅτι ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς ἔχει χειροτονηθεῖ καὶ ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Τιμόθεος, προκάτοχος τοῦ Πατριάρχη Βενέδικτου. Οἱ ἴδιοι ὅμως κατήγοροί μας δὲν ἀμφισβήτησαν ποτὲ τὴν Ἀρχιερωσύνη τοῦ Τιμόθεου, οὔτε βέβαια τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ τῶν Ἱεροσολυμιτῶν. Τὸ θέμα αὐτὸ τῆς κανονικότητος ὅσων «ὑπερορίως» χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς διχάζει ἀκόμη καὶ ἐσωτερικά τους Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς -οἱ ἀντὶ-οἰκουμενιστὲς- ὑποστηρίζουν σαφῶς πὼς ὅσοι χειροτονήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ρώσους τῆς Διασπορᾶς ἔχουν Κανονικὴ Διαδοχή. Ἡ συγκεκριμένη Σύνοδος νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἑνώθηκε, χρόνια ἀργότερα, μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, τὸ ὁποῖο ἀναγνώρισε καὶ δέχθηκε τοὺς Ἀρχιερεῖς της ὡς ἀπολύτως κανονικοὺς Ἐπισκόπους, καὶ μὲ τὸ ὁποῖο συλλειτουργοῦσαν μέχρι πρότινος (οὐκρανικὸ ζήτημα) οἱ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Συμπληρωματικά, ἀναφέρουμε πὼς δὲν λείπουν καὶ οἱ περιπτώσεις κανονικῆς ἀποδοχῆς ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀρχιερέων καὶ Ἱερέων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῶν Ἐπισκόπων Πολυκάρπου Λιώση καὶ Χριστοφόρου Χατζῆ, καθὼς καὶ τοῦ Ἐπισκόπου Λισαβώνας Γαβριὴλ Ρόσσα ποὺ προσχώρησε στὴν Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη, καθὼς καὶ τοῦ μακαριστοῦ Ἐφραὶμ Κατουνακιώτη, ἀλλὰ καὶ τοῦ Δημητρίου Κοτσικώνα ποὺ προσχώρησε στὴ Μητρόπολη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας μὲ εἰσήγηση τοῦ τότε Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη κ.α.
Οἱ καινοτόμοι κατήγοροί μας, ἐκτὸς τοῦ ὅτι φαίνεται νὰ ἀγνοοῦν τὴν πράξη «ἀποκατάστασης» τοῦ ἴδιου τοῦ Ἁγίου Φιλαρέτου, φαίνεται νὰ ἀγνοοῦν καὶ ἀντίστοιχες περιπτώσεις στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐφαρμόζοντας τὸ τῆς Ἐκκλησίας μας «κατ’ οἰκονομίαν», δυστυχῶς, κατὰ τὸ συμφέρον.
Ἑξαιρέσεις ὡς πρὸς τὴν ἀκρίβεια τῶν Ἱερῶν Κανόνων ποὺ μὲ τόση ἐπιμέλεια οἱ κατήγοροί μας ὑποστηρίζουν, ἀποτελοῦν περιπτώσεις καὶ περιστατικὰ ποὺ λαμβάνουν χώρα σὲ περιόδους καὶ περιοχὲς ἰδιαιτέρων συνθηκῶν, κατὰ τὶς ὁποῖες συνήθως ὑφίστανται παραπλανητικὰ σχέδια, αἱρετικὲς καὶ ἐπικίνδυνες τάσεις, ἀπειλητικὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀναφέροντας ἐνδεικτικὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἔκανε ὑπερόριες χειροτονίες σὲ καιρὸ αἱρέσεως καὶ λόγω πιεστικῆς ἀνάγκης. (Θεόδωρος Ὅσιος, Στουδίτης).
Εἶναι ἐπιβεβλημένο στὸ πλαίσιο τῆς ἀνασκόπησης τῆς ἱστορίας νὰ ἀξιολογεῖται ἡ νομιμότητα καὶ τὸ δίκαιο τῶν ἀγώνων καὶ τῶν διεκδικήσεων, καθὼς καὶ οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, τὰ αἴτια, οἱ συνέπειες καὶ οἱ πιθανὲς ἐξελίξεις. Ἡ ἐμμονὴ στὸν στεγνὸ ὀρθολογισμὸ καὶ ἡ ἐπιμελὴς προσοχὴ στὴν αὐστηρὴ τήρηση τοῦ γράμματος καὶ ὄχι τοῦ πνεύματος τοῦ νόμου, χωρὶς νὰ λαμβάνονται ὑπόψη οἱ παραπάνω παράγοντες, θυμίζει φαρισαϊσμὸ καὶ ὑποκρισία παλαιοτέρων ἐποχῶν ποὺ μόνο ὀδυνηρὲς συνέπειες προκάλεσε στὴν Ἐκκλησία, τὰ ἔθνη καὶ τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἀσφαλῶς καὶ ὑφίσταται διχασμὸς καὶ διάσταση θέσεων γιὰ τὸ ἡμερολογιακό, ἀσφαλῶς καὶ ὑπάρχουν συμφέροντα καὶ σκοπιμότητες ποὺ ἐπιβάλλουν τὸν νεωτερισμὸ τοῦ 1924 καὶ ὅσα αὐτὸς ἔχει φέρει, ἀσφαλῶς καὶ ὑφίσταται ἀπειλὴ καὶ ἔλεγχος ἀπὸ τὴν ὕπαρξή μας, ἡ ὁποία προκαλεῖ ἐνδεχομένως ἐνοχές· ἀσφαλῶς καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὴν παροχὴ τῆς οἰκουμενιστικῆς παραπλανητικῆς «παιδείας» καὶ γαλούχησης γενεῶν, ἔχει καλλιεργηθεῖ οἰκουμενιστικὴ κουλτούρα τέτοια, ποὺ μόνον ἡ Ἄνωθεν φώτιση μπορεῖ νὰ ξεσκεπάσει.
Ναί, ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν αἰτίες ποὺ προκαλοῦν τὴν ἀντιπαράθεση μὲ θέμα τὸν νεωτερισμὸ τοῦ 1924, ποὺ δὲν ἐπέφερε τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ διχασμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο εἴμαστε πρόθυμοι, ἀνὰ πάσα στιγμὴ νὰ συζητήσουμε, διότι παρὰ τοὺς διωγμούς, τὴν κατάφωρη, ἀπαράδεκτη, παράνομη καὶ ἀπάνθρωπη στάση ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐναντίον μας, ἐξακολουθοῦμε νὰ ἐπιθυμοῦμε, ὡς Ὀρθόδοξοι, τὴν κανονικὴ τάξη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ὑπῆρχε ὡς τὸ 1924 στὴν Ἑλλάδα.
Σὲ καμία περίπτωση ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητεῖται ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχή μας. Πρόκειται γιὰ θέση φαιδρή, ἄνανδρη, παραπλανητικὴ καὶ τελικῶς βλαπτικὴ γιὰ τὸ ποίμνιο καὶ τὴν Ὀρθοδοξία.
Πρόκειται γιὰ θέση ποὺ καθιστᾶ τοὺς ὑπερασπιστές της κοινοὺς συκοφάντες.
Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος
Ὡστόσο, στὸ πλαίσιο τῆς ὁμιλίας μας ὑπογραμμίζονται συγκεκριμένα σημεῖα, καὶ αὐτὸ ὄχι τυχαία.
Τὴν Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ἀδιάκοπη ἁλυσιδωτὰ συνδεδεμένη συνέχειά της στὸ χρόνο, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀποστόλων, μαρτυρᾶ καὶ διασφαλίζει, «μεταξὺ ἄλλων» ἀναφέραμε, ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχή.
Μνεία κάναμε στὴν Ἁγιότητα τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ποὺ ἀξιώνονται τοῦ Ἐπισκοπικοῦ «ἀξιώματος» ὡς συνεχιστὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πνευματικοὶ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Θείας Διδασκαλίας.
Γιὰ τὴ διατήρηση, μιλήσαμε, ἀνόθευτης καὶ ἀναλλοίωτης τῆς ὀρθῆς Πίστης καὶ τῆς πατρώας Παραδόσεως, ὡς ἱερὸ καθῆκον καὶ ὑποχρέωση ὅλων, ὅσοι φέρουν τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχή.
Εἶναι σαφές, ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ, πὼς ἡ Κανονικὴ Χειροτονία, ὡς ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Ἀποστολικότητας, δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ καταστήσει Κανονικὴ τὴ σχέση τοῦ Ἐπισκόπου μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν Ἐπίσκοπο ἄξιο διάδοχό των Ἀποστόλων. Ἡ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ δὲν εἶναι ἡ στείρα διαδοχικὴ Χειροτονία προσώπων, ἀλλὰ ἡ ἱστορικὴ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ μεταβίβαση τῆς Χάριτος, ἡ ἀπόκτηση τῆς θέας τῆς ἀποκαλυπτικῆς Ἀλήθειας, ἡ Ἀναγέννηση καὶ ἡ μετοχὴ στὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς θεωρία καὶ ὡς τρόπος ζωῆς, ὅμοιος μὲ αὐτὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι «εἶδαν» τὸν Χριστό· «εἶναι τὸ χαρισματικὸ ὄργανο τῆς συνέχειας τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας στὴ ζωὴ τῆς χάριτος» (Παναγόπουλος, 2016, σέλ. 190).
Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ Ἀπολυτίκιο ποὺ φανερώνει στὴν ὁλότητά της τὴν Χαρισματικὴ ἰδιότητα τοῦ Ἐπισκόπου «Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πράξιν εὖρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος…». Ὁ φέρων τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ «πραγματικὰ» εἶναι ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, μάρτυρας τῆς Ἀληθείας, συνεχιστῆς τῆς Προφητικῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως καὶ συμμέτοχος τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς, τῆς ὕψιστης μορφῆς τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως ποὺ καθιστᾶ τοὺς μετέχοντας σὲ αὐτήν Ἀποστόλους. «Στὸ τροπάριο αὐτὸ ποὺ ψάλλεται γιὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ἁγίους Ἐπισκόπους, φαίνεται ὅτι προηγεῖται τὸ νὰ εἶναι κανεὶς μέτοχος τοῦ τρόπου τῶν Ἀποστόλων καὶ ἀκολουθεῖ τὸ νὰ εἶναι διάδοχος τῶν θρόνων τῶν Ἀποστόλων», ὅπως χαρακτηριστικὰ ὁ Πανεπιστημιακὸς κληρικὸς Ι. Ρωμανίδης ἀναφέρει.
Ἡ οὐσία τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν οὐσία τῆς Ἀποστολικῆς, πνευματικῆς -κατὰ Θεὸν- Παραδόσεως καὶ μὲ τὸ βίωμα τῆς οὐσιαστικῆς Ἀποστολικῆς ζωῆς. Εἶναι ξεκάθαρα καὶ ὡραιότατα ἄλλωστε διατυπωμένα αὐτὰ στὶς θέσεις τοῦ παραπάνω Ἀκαδημαϊκοῦ.
Ἀπευθυνόμενοι λοιπὸν σὲ αὐτοὺς ποὺ προπαγανδίζουν ἐναντίον μας ἀμφισβητώντας δῆθεν τὴν Ἀποστολική μας Διαδοχὴ ἀπὸ τὴ μιά, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη θεωροῦν ἑαυτοὺς ἄξιους διαδόχους καὶ παράλληλα ἀναγνωρίζουν, οἱ ἀσεβεῖς, τοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους ὡς συνεχιστὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τονίζουμε, μὲ στόχο νὰ προβληματίσουμε, πὼς ἡ ἀναφορὰ στὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ συνδέεται μὲ τὴ διατήρηση τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως. Συνδέεται μὲ τὴ διατήρηση τῆς ὀρθότητας τῆς Πίστης ὡς τρόπο ζωῆς, ὡς βίωμα. Ὅποιος ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἁγία Παράδοση καὶ τὸ Ὀρθόδοξο βίωμα, ἀποκόπτεται κι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ συνεπῶς χάνει τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχή.
Ἀπευθυνόμενοι σὲ αὐτούς, τοὺς πολέμιους τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀφοῦ πρῶτα δίχασαν τὴν Ὀρθοδοξία, μᾶς κατηγοροῦν γιὰ τὴν ὑπερόριο καὶ δῆθεν «μὴ κανονικὴ» Χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων μας, θὰ ὁλοκληρώσουμε μὲ τὴν παρακάτω θέση κι ἂς ἀναλογιστοῦν τὶς εὐθύνες τους. «Μὲ τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ μεταδόθηκε ἡ Διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ διατηρήθηκε ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Ἀπευθυνόμενοι ὅμως καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, εὐχόμαστε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς νὰ φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς ποὺ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀξιωθήκαμε, ὕστερα ἀπὸ τόσους ἀγῶνες καὶ θυσίες τῶν προκατόχων μας νὰ λάβουμε, τόσο ὡς «θρόνων διάδοχοι, ἀλλὰ καὶ τρόπων μέτοχοι».
Καλὰ Χριστούγεννα.
Πηγές:
Ἀκανθόπουλος, Π. Ι. (2019) Κώδικας Ἱερῶν Κανόνων, ΄Δ Ἔκδ., Θεσσαλονίκη: Βάνιας, σελ. 25
Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος (2018), Ἐπέτειος 50 ἐτῶν ἀπὸ τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσως τῶν ἐπισκοπικῶν χειροτονιῶν μας, Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, διαθέσιμο στὸ: https://www.ecclesiagoc.gr/index.php/ἐνημερώση/ἄρθρα/ἱστορικὰ/1359-epeteios-xeirotonion-gox-diapsoras-2019, (πρόσβαση: 24.12.2019)
Εὐσεβίος Ἅγιος, Εἰς Ἠσαΐαν, 1, 27, PG 24, 100B. ΒΕΠ 23, 17
Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, (1969) α.τ. 569, 1 Ἰουλίου, σελ. 5
Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, (1970) α.τ. 585-586, 1 Μαρτίου, σελ. 8
Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, (1972) α.τ. 662, 25 Δεκεμβρίου, σελ. 5
Θεόδωρος Ὅσιος Στουδίτης (PG τ. 99, σελ. 1645-1648)
Ι.Μ.Ν&ΑΒ Ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση (2019), Κύριο Θέμα: Ἀποστολικὴ Παράδοση καὶ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ στὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, Ἀποστολικὴ Παράδοση καὶ Ἀποστολικὴ Διαδοχή, κατὰ τὸν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, Ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση (273), διαθέσιμο στὸ: http://www.parembasis.gr/index.php/el/menu-teyxos-273/5716-2019-04-16, (πρόσβαση: 24.12.2019)
Παναγόπουλος, Δ. Γ. (2016) Ζητήματα Ἐκκλησιολογίας, Ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση πτυχῶν τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας μὲ βάση τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση, Ἀθήνα: Μυρμιδόνες