Ἡ Μέλλουσα Κρίση καὶ οἱ κριτές
Οἱ πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου μᾶς προετοιμάζουν γιὰ νὰ εἰσέλθουμε στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνη καὶ τοῦ Φαρισαίου ἑστιάζει στὸν σωστὸ τρόπο προσευχῆς. Δηλαδή, μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ προσωπική μου προσευχὴ πρέπει νὰ ἐπικεντρώνεται στὴ δική μου μετάνοια καὶ ὄχι στὰ λάθη τοῦ διπλανοῦ μου. Ἡ δεύτερη ἑβδομάδα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου μᾶς δίνει ἕνα παράδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας, αὐτῆς τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς πατρικῆς ἀποδοχῆς, τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ πατέρα. Ἡ τρίτη ἑβδομάδα περιγράφει τὴν μέλλουσα κρίση. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐντυπωσιακὸ στὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι ὅτι ἡ τελικὴ κρίση τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο στηρίζεται στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν συνάνθρωπο.
Στὴ σχέση αὐτὴ παρατηρεῖται ἀναλογικότητα. Δηλαδή, ἀνάλογα μὲ τὸ ποσοστὸ ποὺ ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸν συνάνθρωπό του τὴν πραγματική του ἀνάγκη καὶ βρίσκεται δίπλα του νὰ τὸν βοηθήσει μὲ ἀγάπη καὶ εἰλικρίνεια, χωρὶς ἰδιοτέλεια καὶ σκοπιμότητα, στὸ ἴδιο ποσοστὸ καὶ ὁ Θεὸς ἀνταποδίδει σὲ αὐτὸν τὴ σωτηρία του. Ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ποὺ βλέπουν τὸν συνάνθρωπο ἀλλὰ καὶ ἡ κατηγορία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων ποὺ δὲν βλέπουν τὸν συνάνθρωπο, τὴ στιγμὴ τῆς κρίσης διατυπώνουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο ἐρώτημα ἀπέναντι στὸν Θεό. «Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα, διψῶντα, γυμνόν... ;». Πράγματι καὶ οἱ δύο κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων ἀντικρύζοντας τὸν Θεὸ εἶναι λογικὸ νὰ θέτουν τὸ ἴδιο ἐρώτημα. Ἡ διαφορά, ὅμως, εἶναι σὲ ἕνα καὶ μόνον σημεῖο. Ἡ κάθε κατηγορία τὴ στιγμὴ ποὺ σχετίζεται μὲ τὸν συνάνθρωπο ἑστιάζει διαφορετικά. Ἡ μὲν πρώτη ἑστιάζει στὴν πραγματικὴ ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου καὶ ἡ δεύτερη στὸ προσωπικὸ ἀτομικὸ συμφέρον.
Ὁ ἄνθρωπος μέσα στὴν καθημερινότητά του βιώνει τὴ σωτηρία ἢ τὴν κόλαση του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνταποκρίνεται στὴν πραγματικὴ ἀνάγκη τοῦ συνανθρώπου του εἶναι ἐκεῖνος ποὺ οὐσιαστικὰ μιμεῖται τὸν Χριστό, συμπορεύεται στὴν πορεία τοῦ Γολγοθᾶ καὶ συσταυρώνεται μὲ Ἐκεῖνον. Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἑστιάζει στὸν ἑαυτό του, ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὸν διπλανό του, εὔκολα τὸν κρίνει. Ὁ λόγος ποὺ παίρνει τὴ θέση τοῦ κριτῆ ἀπέναντι στὸν συνάνθρωπό του δὲν εἶναι ἐπειδὴ τὸ ἀξίζει ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ἐπειδὴ τὸ ἔχει ἀνάγκη. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προσπαθεῖ νὰ σκεπάσει τὶς δικές του ἐλλείψεις, τὶς δικές του ἁμαρτίες ἕως καὶ σοβαρὰ ἐγκλήματα. Ἡ κρίση δὲν εἶναι μία ἁπλῆ ἀξιολόγηση, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι συκοφαντία. Ἔτσι, στρέφει τὰ βλέμματα τῶν ἀνθρώπων στὸ πρόσωπο ποὺ συκοφαντεῖ, ὥστε νὰ μὴν βλέπουν τί κάνει ὁ ἴδιος. Συνήθως, δὲν ἀντέχει νὰ βλέπει ἄνθρωπο ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, νιώθει μειονεκτικά, γιὰ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ μὲ ὁποιοδήποτε μέσο, ἰδίως μὲ τὴν συκοφαντία, νὰ τὸν μειώσει καὶ νὰ τὸν ἀπαξιώσει.
Ἐὰν αὐτὸ συμβαίνει μεταξὺ ἁπλῶν ἀνθρώπων, τὸ πρόβλημα γίνεται ἀντιληπτὸ στὸν κοινωνικὸ περίγυρο καὶ στὸ κοινωνικὸ πλαίσιο ὅπου βρίσκονται αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἐάν, ὅμως, αὐτὸ συμβαίνει μεταξὺ ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν κοινωνικὴ προβολή, ὑπεύθυνη θέση στὰ κοινὰ ἢ εἶναι κληρικοί, τότε τὸ ζήτημα ἔχει ἐπίδραση σὲ ὅλο τὸ κοινωνικὸ γίγνεσθαι. Τὸ ὁποιοδήποτε πρόβλημα δὲν ἀντιμετωπίζεται μὲ δημοσιεύματα, ἀλλά μὲ προσωπικὸ διάλογο. Εἰρήνευση ἔρχεται ὅταν συναντιοῦνται τουλάχιστον δύο πρόσωπα. Δὲν εἶναι δυνατὸν αὐτὸς ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ μία ὀθόνη καὶ ἕνα πληκτρολόγιο νὰ κάνει ποιμαντικὸ ἔργο, νὰ ἑρμηνεύει κανόνες καὶ νὰ ἐκφράζει ἀγάπη. Τὸ ποιμαντικὸ ἔργο πραγματοποιεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ θυσιάζονται στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ βρίσκονται δίπλα στὸ πραγματικὸ πρόβλημα τοῦ συνανθρώπου τους καὶ τολμοῦν νὰ συζητοῦν μὲ εἰλικρίνεια καὶ ἀγάπη ὁτιδήποτε πραγματικὰ ἀντιμετωπίζουν.
Ἑπομένως, ἡ ἀντιμετώπιση προβλημάτων μὲ τὴ μοναξιὰ τοῦ πληκτρολογίου καὶ μὲ τὴν ἀπρόσωπη ἐπικοινωνία τῶν μέσων κοινωνικῆς δικτύωσης δείχνει ἔλλειψη ἀγάπης, ἀδυναμία δημιουργίας ἀνθρώπινης σχέσης καὶ ἀδυναμία κατανόησης τοῦ πραγματικοῦ προβλήματος. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν μπορεῖ κάποιος νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν ἄλλον κατὰ πρόσωπον, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ ἐπιχειρεῖ νὰ ἑρμηνεύει τὸν ὁποιοδήποτε κανόνα. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑποδεικνύει, καὶ μάλιστα μὲ ἀσεβῆ τρόπο, ὄχι μόνο στοὺς πιστούς, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀνώτερα πρόσωπα, ὅπως Ἱεράρχες, πῶς νὰ διαβάσουν ἢ πῶς νὰ ἑρμηνεύσουν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ὅλο αὐτὸ νὰ χαρακτηρίζεται σεμνότητα, ἠθικὴ καὶ ὁμολογία!
Τὸ ὁποιοδήποτε πρόβλημα ἀντιμετωπίζεται μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καρδιακὴ ἀγάπη. Πτυχία, διδακτορικά, ἀκαδημαϊκοὶ τίτλοι εἶναι πιστοποιητικὰ γνώσης καὶ πληροφορίας, ὡστόσο δὲν εἶναι δεξιότητες ζωῆς. Τὰ ποιμαντικὰ προβλήματα ἀπαιτοῦν -πρωτίστως- δεξιότητα, μὲ καθαρὴ καρδιὰ καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπη. Τὰ πτυχία εἶναι σημαντικὰ καὶ βοηθοῦν ἀκόμα περισσότερο τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει δεξιότητες. Ἄνθρωπος, ὅμως, χωρὶς δεξιότητες, ὅσα πτυχία καὶ νὰ ἔχει, δὲν τὸν βοηθοῦν καθόλου. Εἶναι σὰν νὰ δείχνει κάποιος τὸ πτυχίο μίας γλώσσας ποὺ λέει ὅτι γνωρίζει, ἀλλὰ τελικὰ δὲν τὴν γνωρίζει. Δηλαδή, σὰν νὰ μιλάει ἕνας μετανάστης τὴν τοπικὴ γλῶσσα ποὺ μόλις ἔχει ξεκινήσει νὰ μαθαίνει καὶ ταυτόχρονα δείχνει στοὺς γηγενεῖς τὸ πτυχίο του ὅτι γνωρίζει καλὰ τὴν γλῶσσα, ἀλλὰ οἱ γηγενεῖς ἐξακολουθοῦν νὰ μὴν τὸν καταλαβαίνουν.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴ θεολογικὴ γλῶσσα. Κάποιος ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπικοινωνεῖ στοιχειωδῶς, ἀνθρωπίνως καὶ χριστιανικά, ὅσα πτυχία καὶ νὰ προβάλλει, γελοιοποιεῖται φωτογραφίζοντας τὸν ἑαυτό του πίσω ἀπὸ ἕνα πληκτρολόγιο δίπλα ἀπὸ τὰ πτυχία του. Τὰ πρόσωπα ποὺ εἰσήγαγαν αἱρέσεις καὶ δοξασίες στὴν Ἐκκλησία ἦταν πάντοτε μορφωμένοι, καταξιωμένοι κοινωνικά, ἱκανοὶ νὰ πείθουν τὰ πλήθη, ὅμως ἡ ἱστορία τους κατέγραψε ὡς διῶκτες καὶ πολέμιους καὶ ἡ Ἐκκλησία τους ἀπέβαλε. Ἀντίθετα, ἄνθρωποι μὲ καθαρὴ καρδιά, μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὶς δεξιότητες ποὺ Ἐκεῖνος τους προίκισε, ἔγραψαν ἱστορία καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦς ἀνέδειξε εἴτε εἶχαν μόρφωση καὶ πτυχία εἴτε ὄχι.
Ἕνας ἄνθρωπος, ἀκόμα καὶ ἂν εἶναι κληρικός, ἐὰν δὲν μπορεῖ νὰ σχετισθεῖ μὲ τὸν συνάνθρωπό του καὶ γοητεύεται ἀπὸ τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὸν καθρέπτη τῶν πτυχίων του, τότε μοιραίως φθάνει καὶ στὸ ὀλίσθημα τῆς συκοφαντίας. Ἡ συκοφαντία δὲν εἶναι σκοπός του ἀλλὰ μέσο ἐπιβίωσης. Αὐτὸς μὲν ποὺ συκοφαντεῖ συνειδητὰ ἔχει ἕναν σκοπό, ἔχει μία στρατηγική, ἔχει ἕνα δικό του σκοτεινὸ ἔργο. Αὐτὸς δὲ ποὺ συκοφαντεῖ ἀσυνείδητα, δὲν ἔχει στρατηγική, ὅμως τὸ κακὸ τὸ πραγματοποιεῖ μὲ μεγαλύτερη εὐκολία, διότι τὸ ἐπαναλαμβάνει χωρὶς κόπο, ἐπειδὴ τὸ λάθος του εἶναι ἀσυνείδητο. Ὡστόσο, ἡ συκοφαντία παράγει τὰ ἴδια ἀποτελέσματα εἴτε πραγματοποιεῖται συνειδητὰ εἴτε ὄχι.
Ἑπομένως, ὁ σωστὸς τρόπος ἀντιμετώπισης ἑνὸς προβλήματος εἶναι ἡ εὐθεῖα ἀντιμετώπιση μὲ διάλογο, μὲ εἰλικρινῆ διάθεση καὶ ἀγάπη. Τότε, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ φωτίσει τὰ μονοπάτια τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε καλοπροαίρετου ἀνθρώπου ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἀλήθεια καὶ ποὺ ἀντιμετωπίζει τὸ πρόβλημα ὡς εὐκαιρία συνάντησης ἀνθρωπίνων προσώπων καὶ ὄχι ὡς πεδίο διάχυσης συκοφαντιῶν καὶ ἐξόντωσης ἀνθρωπίνων ψυχῶν.
Ἡ κρίσις ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στοὺς ἀνθρώπους. Στὸν ἄνθρωπο ἀνήκουν τὰ λάθη καὶ ὁ λιγοστὸς χρόνος, ποὺ τοῦ ἀπομένει σὲ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή, ὥστε νὰ τὰ θεραπεύσει.
+ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος