Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ματθίας
«Πολύφορον κλῆμα τῆς ἀμπέλου τοῦ Χριστοῦ, Φίλον Χριστοῦ καί Στόμα Θεοῦ», τόν ἀποκαλεῖ ἡ ὀρθόδοξη ὑμνολογία μας. «Μέγαν Ἥλιον» που καταφωτίζει τους πιστούς και διαλύει τα σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας. Μικρό ἐγκώμιο τοῦ μεγαλείου τοῦ Ἀποστόλου Ματθία, τοῦ τελευταίου συνδετικοῦ κρίκου τῆς χρυσῆς ἁλυσίδας τῆς δωδεκάδας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Πράγματι, ο Ἀπόστολος Ματθίας ἤ Ματταθίας (Λουκ. Γ’25-26) ὑπῆρξε «τῆς δωδεκάδος τῶν μαθητῶν το συμπλήρωμα» ὅπως μελωδεῖται στήν ἑορτή του.
«Ἀγαθός την ψυχήν, τόν νοῦν εὐθύς, τήν καρδίαν πραϋς, τήν γνώμην χρηστός και τόν τῆς ψυχῆς τρόπον ἐπιεικής», ἦταν ἕνας «ἀληθής Ἰσραηλίτης»①. Οἰ ἀρετές ἦταν ἔκδηλες ἀπό τήν νεανική του ἀκόμη ἡλικία. Τον διέκρινε βαθειά ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ ἡ ἀγνότητα και ἡ καθαρότητα διέλεμπαν στην ἁγιασμένη μορφή του.
Εἶχε, ἐπίσης, μεγάλη ἀγάπη προς τον Θεό. Καί ἦταν τόσο δυνατή καί φλογερή ἡ ἀγάπη του προς τον Θεό, ὥστε ὅταν ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἄρχισε το σωτήριο ἔργο Του μέσα στον κόσμο, ὁ ἱερός Ματθίας με διψασμένη την ψυχή, σάν τά ἐλάφια που τρέχουν «ἐπί τας πηγάς τῶν ὐδάτων» ἔσπευσε ν’ἀκούσει την θεία διδασκαλία Του. Θαύμασε την σοφία Του. Οἱ λόγοι Του πυροδότησαν και ἀναζωογόνησαν την πίστι του. Ἡ θεϊκή ἀκτινοβολία τοῦ Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης αἰχμαλώτισε ὁλόκληρη την ὕπαρξή του.
Ἀποφάσισε, λοιπόν «αὐτῶ ἀκολουθεῖν διά βίου παντός. Αὐτοῦ δοῦλος εἶναι και αὐτόν τῆς οἰκείας ζωῆς πατέρα, ποιμένα και διδάσκαλον μόνον ἐτίθετο και καθηγητήν»②. Γι’αὐτό και πρόθυμα δέχθηκε την τιμητική κλήση ἀπό τον Θεῖο Διδάσκαλο να ἐνταχθεῖ στον εὐρυτερο κύκλο τῶν ἐβδομήκοντα μαθητῶν Του.
Ἀπό τότε και στο ἐξῆς διέκοψε κάθε σχέση με τους οἰκείους του και «ἀντί πάντων ἐπόθει τον Ἰησοῦν»③. Ἀγάπησε τον Ἰησοῦ ὅσο τίποτε ἄλλο στη γῆ. Πίστευσε ὅτι ὁ Διδάσκαλός του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ», Θεός ἀληθινός και Σωτήρας του. Τον ἀκολούθησε με ἀφοσίωση ἀπό την Βάπτισή Του στον Ἰορδάνη ποταμό ἕως την Θεία Ἀνάληψή Του στους Οὐρανούς. Ἔγινε αὐτόπτης τῶν θαυμαστῶν ἔργων Του και τῶν καταπληκτικῶν θαυμάτων Του.
Μετά την ἔνδοξη Ἀνάληψι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καθώς ὀ θεηγόρος Λουκᾶς ἀναφέρει στο βιβλίο τῶν Πράξεων-ὁ ἱερός Ματθίας μαζί με τους ἕνδεκα ἁγίους Ἀποστόλους, την Ὑπεραγία Θεοτόκο και πολλούς ἀλλους πιστούς στον Ἰησοῦ μαθητές- συνολικά ἑκατόν είκοσι-ἐπέστρεψαν ἀπό τό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στά Ἱεροσόλυμα «μετά χαρᾶς μεγάλης» (Λουκ. κδ’-52). Ἀνέβηκαν στο ὑπερῶο καί «ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῆ προσευχῆ καί τῆ δεήσει» (Πράξ. α’-14), ἀναμένοντες «τόν ἄλλον Παράκλητον» τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού ὁ Κύριος τους εἶχε ὑποσχεθεῖ πολλές φορές.
Ἔνας μόνον ἔλειπε ἀπό την χορεία τῶν ἀγίων Ἀποστόλων. Ὁ Ἰούδας ὀ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος ἀπό μαθητής, φίλος και «ἴσόψυχος» τοῦ Χριστοῦ κατήντησε προδότης τοῦ Χριστοῦ. Ἀποδείχθηκε ἀνάξιος τῆς ὑψηλῆς ἀποστολικῆς διακονίας, διότι «ἠγάπησε κατάραν και οὐκ ἠθέλησεν εὐλογίαν» (Ψαλμ. 108,17). Καί ἔτσι, ὄχι μόνο ἐξέπεσε ἀπό τό ἀποστολικό ἀξίωμα ἀλλ’ἐξέπεσε καί ἀπό την ἴδια την ζωή. Ὁ θάνατός του, πράγματι, ἦταν φρικιαστικός. Ἀπαγχονίσθηκε «και πρηνής γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καί ἐξεχύθη πάντα τά σπλάγχνα αύτοῦ» (Πραξ. α-18).
Ὅλα αὐτά τά θλιβερά γεγονότα συνέβησαν στόν Ἰούδα ἀκριβῶς, ὅπως τό Ἅγιο Πνεῦμα με το στόμα τοῦ Προφητάνακτος Δαυϊδ εἶχε προαναγγείλει: «Γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτοῦ ἠρωμωμένη» (Ψαλμ. 68,28) και «Γενηθήτωσαν αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὀλίγαι, και την ἐπισκοπήν αὐτοῦ λάβοι ἔτερος» (Ψαλμ. 108,8).
Σύμφωνα λοιπόν με την Ἁγία Γραφή, ἡ τιμητική θέση την ὁποία ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶχε χαρίσει στόν Ἰούδα μεταξύ τῶν μαθητῶν Του, ἔπρεπε να δοθεῖ σε ἄλλον, ὥστε να συμπληρωθεῖ και πάλι ὁ ἀριθμός δώδεκα. Διότι ὀ Χριστός εἶχε ἐκλέξει δώδεκα μαθητές. Ἐξάλλου, ὁ ἀριθμός δώδεκα εἶχε ἱερή σημασία για τους Ἰσραηλίτες. Δώδεκα ἦταν οι γυιοί τοῦ Πατριάρχη Ἰακώβ και δώδεκα οι φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Δώδεκα ἦταν οι μεταφέροντες την Κιβωτό τῆς Διαθήκης και Δώδεκα οι μικροί Προφῆτες. Δώδεκα, ἐπίσης, ἦταν οι σάλπιγγες, που ἔριξαν τά τεύχη τῆς Ἱεριχοῦς και δώδεκα οι πηγές, που ξεδίψασαν τον Ἰσραηλιτικό λαό.
Κάποια ἠμέρα λοιπόν, μετά την Ἀνάληψι και πρίν την Πεντηκοστή, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος πρότεινε στους συγκεντρωμένους στο ὐπερώο μαθητές, να ἐκλέξουν τον δωδέκατο Ἀπόστολο. Τόνισε μάλιστα, ὅτι ο ὑποψήφιοςἀπόστολος ἔπρεπε να μαρτυρεῖται ἀπό τον βίο και τα ἔργα του, ὅτι ἦταν ἀπό ἐκείνους, οι ὁποῖοι μαζί με τους ἐνδεκα Ἀποστόλους ἀκολούθησαν με αὐταπάρνησι και ἀγάπη τον Ἰησοῦ Χριστό ἀπό την ἀρχή ὡς το τέλος τοῦ ἐπίγειου λυτρωτικοῦ ἔργου Του.
Ἐπίσης να εἶχε ἀκούσει τη διδασκαλία Του, να εἶχε ἰδεῖ την Σταύρωση Του και προπάντων να εἶχε πεισθεῖ ἀπολύτως για την Ἀνάσταση Του, ἠ ὁποία ἀποτελεῖ το κεφάλαιο τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ πρόταση αὐτή ἐγινε δεκτή ἀπό τους ἀγίους Ἀποστόλους. Ξεχώρισαν τότε μεταξύ ὄλων και παρουσίασαν στην άγία ἐκείνη ὁμήγυρι τον ἱερό Ματθία και το Ἰωσήφ, που λεγότανε και Βαρσαββᾶς και ἐπειτα ὀνομάσθηκε Ἰοῦστος. Θεώρησαν ὅτι και οι δύο ἦταν σεβάσμιοι, ἀξιόλογοι και ἀξιόπιστοι, προκειμένου να γίνουν «μάρτυρες και κήρυκες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ». Ποιος ὅμως ἀπό τους δύο ἦταν ὁ ἐκλεκτότερος;
Οι ἀγιοι Ἀπόστολοι συναισθανόμενοι την μεγάλη εὐθύνη την ὁποία ἀναλάμβαναν ἐνώπιον Θεοῦ και ἀνθρώπων πριν προβοῦν στην ἐκλογή, προσευχήθηκαν. Ἐπικαλέσθηκαν με ἰερό φόβο και θερμή πίστι τον Κύριο, που ὡς Θεός γνωρίζει και τα πλέον κρυφά τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Ἐκεῖνος ν’ἀναδείξει ἀπό τους δύο ἐκείνον, τον ὀποίο εξέλεξε για να λάβει σαν θείο λαχνό την διακονία και ἀποστολή άπό την ὀποία ὀ Ἰούδας ἐξέπεσε.
Μετά το πέρας τῆς προσευχῆς, με τον φωτισμό και την καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οι ἅγιοι Ἀποστολοι ἔριξαν κλήρους. Τι ἀπέγινε; Ἄς ἀφήσω με τον Εύαγγ. Λουκᾶ ν’αποκαλύψει τα αποτελέσματα τῆς κλήρωσης, ὅπως τα ἐξιστορεῖ ἁπλά και ταπεινά στις Πράξεις: «Και ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπί Ματθίαν και συγκατεψηφίσθη μετά τῶν ἕνδεκα Ἀποστόλων» (Πραξ. α’-26). Ὁ ἱερός Ματθίας ἦταν ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ! Αὐτός ἔλαβε ἀπό τον Θεό τη μεγάλη τιμή να συμπεριληφθεῖ μεταξύ τῶν κορυφαίων μαθητῶν Του. Και ἦταν αὐτή ἠ προσήκουσα ἀμοιβή τῆς ἀρετῆς του. Ἡ τιμή που τοῦ ἀξιζε για την ἀγάπη και την ἀφοσίωση στον Διδάσκαλό του και γλυκύτατο Νυμφίον του Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀπό ἐκείνη λοιπόν την ὥρα ὁ Ἀπόστολος Ματθίας συγκαταριθμήθηκε στο χορό τῶν δώδεκα Ἀποστόλων. Και ἔτσι τα λόγια τοῦ ἱεροῦ ψαλτῆρος «και την ἐπισκοπήν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος» βρῆκαν στο πρόσωπο του την φανερή ἐκπλήρωσι τους. Ἦταν ὁ «ἕτερος» ὁ ἀντικαταστάτης τοῦ Ἰούδα. Ἀναμφίβολα, ὅλοι οι ἅγιοι Ἀπόστολοι θα δέχθηκαν τον ἱερό Ματθία ὡς ἀληθινό δῶρο Θεοῦ, ἀφοῦ ἄλλωστε αὐτό ἀκριβῶς ὑποδηλώνει και το ὄνομα του. (Ματθίας=δῶρο Θεοῦ).
Κατά την μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅπως ὅλοι οι ἀλλοι Ἀπόστολοι, ἔτσι και ὁ Ἀπόστολος Ματθίας «ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου». Δέχθηκε μέσα στα βάθη τοῦ, σαν ναός καθαρός και ἅγιος, ἔνοίκο τό Πανάγιο Πνεῦμα.
Λούσθηκε στη θεία Χάρη Του. Πλημμύρισε ἀπό το φῶς και τη Δύναμη Του. Στολίσθηκε με τις πλούσιες οὐράνιες δωρεές Του. Γέμισε με σοφία και σύνεση. Ἀρχισε να θεολογεῖ και ν’ἀποκαλύπτει στο λαό τα μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ σε ὁλες τις γλῶσσες. Ἀναδείχθηκε ἕνας ἀπό τους πολύτιμους και ζωντανούς λίθους στα θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας. Και ἀπό τότε, ἔθεσε ὅλα του τα χαρίσματα καθῶς και τον ἴδιο τον ἐαυτο του στην ὐπηρεσία της.
Ἔπειτα πιστός στην ἐντολή τοῦ θείου Διδασκάλου: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη» (Ματθ. 28’-19) κλήθηκε ἀρχικά να κηρύξει στην Ἰουδαία, στην Ἀσία και ἀργότερα στην Αἰθιοπία. Στην Αἰθιοπία, σύμφωνα με την παράδοση, ὁ Ἀπόστολος Ματθίας με φλογερό ζῆλο και αὐταπάρνησι δίδασκε το λόγο τοῦ Θεοῦ και διέδιδε το χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως. Διαβεβαίωνε, μάλιστα στους κατοίκους τῆς Αἰθιοπίας ὅτι εἶχε ἰδεῖ με τα μάτια του, τον «Υιό τοῦ Θεοῦ», τον Ἰησοῦ Χριστόν. Ὅτι ἐζησε μαζί Του ἐπί τρία ὀλόκληρα ἔτη. Και τόνιζε ὄτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, Θεός ἀληθινός, που με την Σταυρική θυσία Του και την ἔνδοξη Ἀνάστασή Του ἔσωσε το γένος τῶν ἀνθρώπων.
Οἰ Αἰθίοπες ὠστόσο ἦταν ἄγριοι και ἀπολίτιστοι ἄνθρωποι. Γι’αὐτό συχνά βλασφημοῦσαν ἐξύβριζαν και μαστίγωναν τον κήρυκα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἀλλ’ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ καρτερικά ἀνεχόταν τους πόνους και τις θλίψεις και δεν ἔπαυε να ὁμιλεῖ για το ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ και να θαυματουργεῖ με την δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Τα χρόνια κύλησαν και ο Ἀπ. Ματθίας, με τους μελίρρυτους λόγους του και τον πρᾶο μειλίχιο χαρακτήρα του, μαλάκωσε τους σκληρούς Αἰθίοπες και εἰρήνευσε τις ἄγριες καρδιές τους. Ὁδήγησε πολλούς στο Φῶς τῆς θεογνωσίας. Βάπτισε πλῆθος χριστιανῶν, ἀνήγειρε Ἱερούς Ναούς και συγκρότισε την πρώτη χριστιανική κοινότητα. Ἐπεσφράγισε το καρποφόρο αὐτό ἔργο με τη μαρτυρική τελείωσή του. Συνελήφθη ἀπό τους ἀπίστους και ἀφοῦ ὑπέφερε πολλά, τελικά σταυρώθηκε. Ἡ Ἁγία ψυχή του μετέβη ἀπό τα ἐπίγεια στα ἐπουράνια, δίπλα στον Διδάσκαλό του, Ἰησοῦ Χριστό.
Ἄλλη πληροφορία τῆς παράδοσης ἀναφέρει, ὅτι λιθοβολήθηκε και ἀποκεφαλίσθηκε ἀπό τον Ἰουδαϊκό λαό στην Ἰερουσαλήμ.
Ἐνῶ ἄλλη, ὅτι δίδαξε το Εὐαγγέλιο στην Καππαδοκία και ὅτι μαρτύρησε στην Κολχίδα. ④
Ἡ μνήμη τοῦ ἀγίου Ἀποστόλου Ματθία τιμᾶται κάθε χρόνο την 9η Αὐγούστου.
Παραπομπές:
① Migne, P.G, Τόμος 105, Νικήτα τοῦ Παφλαγόνος, σελ. 273
② ὅπ. ἀ, σελ. 276
③ ὅπ. ἀν, σελ. 276
④ Λεξικόν Ἱστορ. και Γεωγραφίας: Σ.Ι. Βουτυρα, Τόμος 4ος, ἐν Κων/πολει 1881.
Βιβλιογραφία:
1. Α. Μαρτίνου:Θρησκευτική και Ηθική Ἐγκυκλοπαίδεια, Τόμος 8ος, Ἀθῆναι 1966.
2. Μηναἱον τοῦ Αὐγούστου: Μιχαήλ Ι. Σαλιβέρου, Ἀθῆναι 1904.
3. Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων Ἀνθίμου: Ἑρμηνεία εἰς τους PN Ψαλμούς τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ, τόμος Δεύτερος, ἐν Ἱεροσολύμοις 1855.
4. Εὐθ. Ζιγαβηνοῦ - Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου: Ἑρμηνεία εις τους PN’(150) ψαλμούς τοῦ Προφητάνακτος Δαβίδ. Τόμος Γ’, (Ψαλμ. PH 108,8) σελ. 126-127, «Ὀρθοδ. Κυψέλη» Θεσ/νίκη 1983. Τόμος Β’, (Ψαλμ. ΞΗ’68-28) σελ. 220 , «Ὀρθοδ. Κυψέλη» Θεσ/νίκη 1981.
5. Migne, PG Τόμος 145, Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Τόμος Β’, σελ. 751 και 865.
6. Ι. Χρυσοστόμου Ἔργα:ΕΠΕ 15, σελ. 87-105.
Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» Θες/νικη 1983
7. Ἡ Καινή Διαθήκη:ὑπό Θεοκλήτου Φαρμακίδου
Οἰκουμενίου ἐξήγησις εἰς τας Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, Ἀθήνα 1842 σελ. 11-15
8. Ἡ Νέα Κοινωνία (Πραξ. Α’-Ε’) Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «ΖΩΗ» Ἀθῆναι 1957, σελ. 46-63.
9. Πράξεις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐν Μελίτη, 1827 σελ. 3