Ἁγία Αἰκατερίνη: Ἡ Πάνσοφος Νύμφη τοῦ Χριστοῦ
Στὶς 25 Νοεμβρίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη μιᾶς ἐκ τῶν κορυφαίων γυναικῶν μαρτύρων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης. Ὁ βίος της, πλούσιος σὲ πνευματικὰ μηνύματα, ἀποτελεῖ ἕως καὶ σήμερα μία πρόσκληση προσωπικῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀποφασιστικότητας ὅσον ἀφορᾶ στὴ σχέση μας μὲ τὸν Θεό.
Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 294, καταγόταν ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ οἰκογένεια καὶ ὀνομαζόταν Δωροθέα. Ὁ πατέρας της, ὀνόματι Κώνστας ἢ Κέστος, ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς, φρόντισε νὰ δώσει τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ μόρφωση στὴν πανέμορφη καὶ εὐγενέστατη κόρη του. Ἡ Ἀγία ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ, ἦταν μιὰ νέα ἀριστοκρατικῆς καταγωγῆς καὶ ὑψηλοῦ μορφωτικοῦ ἐπιπέδου ποὺ ξεχώριζε ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν εὐφυΐα καὶ τὴ φιλομάθειά της. Μιλοῦσε πολλὲς γλῶσσες, ἐνῷ ἤδη στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ ἐτῶν κατεῖχε βαθιὰ γνώση τῆς ἑλληνικῆς, ρωμαϊκῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας καὶ φιλοσοφίας. Ἡ νεαρὴ Δωροθέα συγκέντρωνε στὸ πρόσωπό της ὅλα ὅσα ὁ κόσμος θεωρεῖ πολύτιμα: ἀριστοκρατικὴ καταγωγή, πλοῦτο, σπάνια ὀμορφιὰ καὶ ἐξαιρετικὴ μόρφωση. Κι ὅμως, τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀρκοῦσε νὰ πληρώσει τὴν ψυχή της.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον διδακτικὰ σημεῖα τοῦ βίου τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης εἶναι ἡ ἀποφασιστικότητά της στὸ ζήτημα τοῦ γάμου. Παρ' ὅτι οἱ γονεῖς της πρόβαλλαν συνεχεῖς πιέσεις νὰ παντρευτεῖ κάποιον ἀπὸ τοὺς πολλοὺς εὐγενεῖς καὶ πλούσιους νέους ποὺ τὴ ζητοῦσαν σὲ γάμο, ἐκείνη εἶχε θέσει ὑψηλὰ κριτήρια. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Βρεῖτε μου ἕναν νέο ποὺ νὰ μοῦ μοιάζει στὰ τέσσερα χαρίσματα ποὺ ὁμολογεῖτε ὅτι ξεπερνῶ τὶς ἄλλες νέες, καὶ τότε θὰ τὸν κάνω σύζυγό μου, γιατί δὲν καταδέχομαι νὰ πάρω κατώτερό μου. Ἐρευνῆστε ἂν ὑπάρχει κάποιος ὅμοιός μου στὴν εὐγένεια, στὸν πλοῦτο, στὴ σοφία καὶ στὴν ὡραιότητα. Ἂν τοῦ λείπει κάτι ἀπὸ αὐτά, δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ μένα».
Ἡ στάση αὐτὴ τῆς νεαρῆς Δωροθέας δὲν ἦταν δεῖγμα ὑπερηφάνειας ἢ ματαιοδοξίας. Ἦταν, στὴν πραγματικότητα, μιὰ ἐσωτερικὴ δίψα γιὰ κάτι ἀνώτερο, γιὰ κάποιον ποὺ θὰ ἄξιζε τὴν ὁλοκληρωτικὴ παράδοσή της. Ἀναζητοῦσε τὸν τέλειο νυμφίο — κι αὐτὴ ἡ ἀναζήτηση θὰ τὴν ὁδηγοῦσε στὸν μοναδικὸ τέλειο Νυμφίο, τὸν Χριστό.
Ἡ μητέρα της, ποὺ ἀνῆκε στὴ χορεία τῶν κατηχουμένων, συνέστησε στὴν κόρη της νὰ ἐπισκεφθεῖ ἕναν πνευματικὸ καὶ ἁγιασμένο γέροντα μοναχό. Ὁ μοναχὸς τῆς ἔκανε δῶρο μιὰ εἰκόνα τῆς Κυρίας Θεοτόκου της Βρεφοκρατούσας, παρακινῶντας τη νὰ κάνει προσευχή μὲ τὴ διαβεβαίωση ὅτι ἡ Παναγία θὰ τῆς φανερώσει τὸν πλέον ἐνάρετο ἄνδρα.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἡ Αἰκατερίνη εἶδε ἕνα συγκλονιστικὸ ὅραμα: ἡ Παναγία ἔλεγε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ γυρίσει τὸ πανάγιο Πρόσωπό Του καὶ νὰ δεῖ τὴν ὑπερβολικὴ καὶ χαρισματικὴ ὀμορφιὰ τῆς Αἰκατερίνης, ἀλλ᾿ Ἐκεῖνος τὴν ἀποστρεφόταν, λέγοντας πὼς εἶναι «μελαμψὴ» καὶ «μαύρη». Τότε, ἡ Παναγία ρώτησε τὸν Υἱό Της: «Καὶ τί πρέπει νὰ κάνει ἡ κόρη αὐτὴ γιὰ νὰ Σοῦ ἀρέσει;» «Νὰ πάει στὸν μοναχὸ ποὺ τῆς δώρισε τὴν εἰκόνα. Ἐκεῖνος θὰ τὴν καθοδηγήσει.» Ἡ Αἰκατερίνη ἕως τότε ἦταν ἀβάπτιστη καὶ λάτρευε τὰ εἴδωλα!
Ἐδῶ κρύβεται ἕνα βαθύτατο πνευματικὸ μήνυμα: ὁ Χριστὸς δὲν κοιτάζει τὴν ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ ἢ τὰ κοσμικὰ προσόντα. Ὁ Χριστὸς ἀρνήθηκε, ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό Του καὶ εἶπε πὼς δὲν μποροῦσε νὰ τὴ δεῖ γιατί ἦταν ὅλο σκοτάδι καὶ ἀσχήμια, λόγῳ τῆς καταστάσεως στὴν ὁποία βρισκόταν λόγῳ δηλαδή του ὅτι δὲν ἦταν βαπτισμένη. Ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει φωτισθεῖ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Βαπτίσματος, ὅσο κι ἂν λάμπει ἐξωτερικά, παραμένει σκοτεινὴ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ.
Τότε ἡ Αἰκατερίνη ξύπνησε ταραγμένη καὶ νύχτα σχεδὸν ξεκίνησε νὰ συναντήσει τὸν ἀσκητή. Ὅταν ἔφτασε, ἔπεσε μὲ δάκρυα στὰ πόδια του καὶ τοῦ διηγήθηκε ὅλο τὸ ὅραμα. Ὁ ἅγιος ἀσκητὴς δὲν ἔχασε τὴν εὐκαιρία καὶ τῆς μίλησε γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη, τὸν Χριστό, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ θυσία Του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, καθὼς καὶ γιὰ τὴν εὐτυχία ποὺ βρίσκουν οἱ ψυχὲς κοντά Του. Ἡ ἁγία τὰ ἄκουσε ὅλα αὐτὰ μὲ πολλὴ προσοχή. Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ βαπτίστηκε!
Μετὰ τὸ βάπτισμά της, ἡ Αἰκατερίνη προσευχήθηκε καὶ πάλι μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Καὶ τότε συνέβη τὸ θαυμαστό. Ἡ Ἱερὰ Παράδοση συμπληρώνει ὅτι ἡ Παναγία, βλέποντας ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ ὁ Κύριος χαμογελοῦσε στὴν Αἰκατερίνη καὶ δὲν τὴν ἀποστρεφόταν, καθὼς τώρα ἦταν βαπτισμένη χριστιανή, τοῦ εἶπε: «Υἱέ μου, τώρα ποὺ δὲν ἀποστρέφεσαι τὴν Αἰκατερίνη, δῶσε τῆς ἕνα δαχτυλίδι γιὰ νὰ εἶναι πάντοτε καὶ στὴν αἰωνιότητα πνευματική σου νύφη!» Ἡ Παναγία τῆς ἔπιασε τὸ δεξί της χέρι καὶ εἶπε: «Δῶσε της, Παιδί μου, τὸ δακτυλίδι, νὰ τὴ νυμφευθεῖς, γιὰ νὰ τὴν ἀξιώσεις τῆς Βασιλείας Σου τῆς αἰωνίου.» Καὶ ὁ Χριστὸς τῆς ἔβαλε στὸ δάκτυλο ἕνα ὡραῖο δακτυλίδι λέγοντάς της: «Ἰδοὺ σήμερον σὲ λαμβάνω διὰ νύμφη Μοῦ ἄφθορον καὶ αἰώνιον. Φύλαξε μὲ ἀκρίβειαν αὐτὴν τὴν συμφωνίαν καὶ μὴ λάβεις πλέον ἄλλον νυμφίον ἐπίγειον». Ὅταν ξύπνησε ἡ ἁγία Αἰκατερίνη, εἶδε ὅτι στὸ δεξί της χέρι φοροῦσε τὸ δακτυλίδι.
Τὸ κεντρικὸ μήνυμα αὐτῶν τῶν δύο ὁραμάτων εἶναι θεμελιῶδες γιὰ τὴν πνευματική μας ζωή. Στὸ πρῶτο ὅραμα, ἡ Αἰκατερίνη ἦταν ἀβάπτιστη καὶ ὁ Χριστὸς τὴν ἀποστρεφόταν. Στὸ δεύτερο, μετὰ τὴ βάπτισή της, ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο τὴ δέχτηκε, ἀλλὰ τὴ νυμφεύθηκε πνευματικά.
Τί ἄλλαξε; Ὄχι ἡ ἐξωτερική της ἐμφάνιση. Ὄχι τὰ χαρίσματά της. Αὐτὸ ποὺ ἄλλαξε ἦταν ἡ καρδιά της καὶ ἡ ἀποφασιστικότητά της νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστό. Ὁ Θεὸς κοιτάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν εἰλικρινῆ του προαίρεση. Δὲν ἀποκαλύπτεται σὲ ὅσους ἁπλῶς ἐνδιαφέρονται ἐπιφανειακὰ γιὰ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ σὲ ὅσους εἶναι πραγματικὰ ἀποφασισμένοι νὰ ἀλλάξουν τὴ ζωή τους.
Ἡ Αἰκατερίνη πρῶτα ἀποφάσισε, πρῶτα ἐπιθύμησε, πρῶτα ἀναζήτησε καὶ μετὰ ὁ Θεός της ἀποκαλύφθηκε. Ἡ θεία χάρη δὲν βιάζει τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία· περιμένει τὴν εἰλικρινῆ στροφὴ τῆς καρδιᾶς.
Ὁ βίος τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης θέτει ἐνώπιόν μας ἕνα καίριο ἐρώτημα: Κατὰ πόσο εἶμαι ἐγὼ ἀποφασισμένος νὰ δῶ τὸν Θεό; Κατὰ πόσο ἐπιθυμῶ πράγματι νὰ ἑνωθῶ μαζί Του; Εἶμαι ἕτοιμος νὰ ἀλλάξω τὰ πάντα καὶ νὰ θυσιάσω ὅ,τι μὲ ἐμποδίζει ὤστε νὰ ἔχω ἀποκλειστικὸ σκοπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό;
Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν εἶναι θέμα τυχαίας εὐλαβείας ἢ ἐπιφανειακῆς θρησκευτικότητας. Εἶναι θέμα ἀποφασιστικότητας. Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη εἶχε αὐτὴ τὴν ἀποφασιστικότητα καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Χριστό, νὰ λάβει τὸ δακτυλίδι της μνηστείας καὶ νὰ γίνει «πανεύφημος νύμφη Χριστοῦ».
Αὐτὸς ὁ πνευματικὸς ἀρραβῶνας μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι προνόμιο λίγων ἐκλεκτῶν. Εἶναι πρόσκληση γιὰ κάθε ψυχὴ ποὺ ἀναζητᾶ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς. Κάθε φορὰ ποὺ ἀγωνιζόμαστε νὰ καθαρίσουμε τὴν καρδιά μας, κάθε φορὰ ποὺ ἀποφασίζουμε νὰ θέσουμε τὸν Χριστὸ στὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής μας, λαμβάνουμε κι ἐμεῖς τὸν «ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος» τὴν πρόγευση τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Τὸ ἀσύγκριτο κάλλος της, ἡ ἐκπληκτικὴ μόρφωσή της, ἡ ἀριστοκρατικὴ καταγωγή της κι ὁ πλοῦτος της δὲν τὴν ἐμποδίζουν νὰ βαπτιστεῖ χριστιανὴ καὶ νὰ ἀφιερωθεῖ «ψυχή τε καὶ σώματι» στὸν Νυμφίο Χριστό. Τίποτε δὲν στάθηκε ἐμπόδιο, διότι ἡ ἀποφασιστικότητά της ἦταν ἀκλόνητη.
Τὸ τέλος τοῦ ἐπίγειου βίου τῆς Ἁγίας ἐπιβεβαίωσε αὐτὴ τὴν ἀφοσίωση· ἡ ψυχή της πέταξε στὰ οὐράνια γιὰ νὰ συναντήσει τὸν θεῖο Νυμφίο ποὺ τόσο ἀγάπησε στὴ ζωή της. Τὸ σῶμα της φυλάσσεται ἕως σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Σινᾶ, μαρτυρία αἰώνων γιὰ τὴν ἀξία τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στὸν Χριστό.
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἂς γίνει γιὰ ὅλους μας ἀφορμὴ αὐτοεξετάσεως· πόσο ἀποφασισμένοι εἴμαστε γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Χριστό; Καὶ τί εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ ἀφήσουμε γιὰ χάρη αὐτῆς τῆς συναντήσεως;