Ὁ Ἃγιος Κωνσταντῖνος, ὁ Μέγας καί ἰσαπόστολος
Ἀληθινό θαῦμα εἶναι ὃτι δύο μεγαλοφυεῖς ἡγέτες ἀναδείχθηκαν ἀπό τήν Θεία Πρόνοια γιά νά ἐκπληρώσουν τό σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος διέδωσε μέ τό ἡγεμονικό σκῆπτρο του τήν ἑλληνική γλῶσσα στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί προετοίμασε τούς λαούς νά δεχθοῦν τήν θεία διδασκαλία. Καί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὁ ὁποῖος συνετέλεσε στόν θρίαμβο καί τήν ὁριστική ἐπικράτηση τῆς Ἁγίας Πίστεώς μας. Πράγματι. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Χριστιανός αὐτοκράτορας.
Γεννήθηκε στήν Ταρσό ἢ στή Δρεπάνη τῆς Βιθυνίας ἢ τό πιθανότερο στή Νίσσα τῆς Σερβίας τό 274 μ.Χ. Ἦταν γυιός τοῦ Ρωμαίου στρατηγοῦ καί μετέπειτα αὐγούστου, Κωνσταντίου Χλωροῦ καί τῆς Ἁγίας Ἑλένης. Ὁ πατέρας του, μολονότι λάτρευε ὡς Θεό τόν Ἣλιο, περιέβαλλε μέ συμπάθεια καί ἐπιείκεια τούς Χριστιανούς. Βέβαια καί ἡ μητέρα του ἐνέπνευσε στήν ψυχή του τήν θερμή πίστη πρός τόν Σωτῆρα τοῦ Κόσμου καί τήν μεγάλη ἀγάπη πρός τούς Χριστιανούς. Γι’ αὐτό, ὃταν δεκαοκτάχρονος κρατήθηκε ὡς ὃμηρος στήν αὐλή τοῦ Διοκλητιανοῦ, κατόρθωσε μέσα σέ αὐτό τό ἀποπνικτικό εἰδωλολατρικό περιβάλλον νά διατηρήσει ἀκλόνητο τό ἠθικό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του. Ἀκόμη ἐκεῖ στή Νικομήδεια, ἀντίκρυσε μέ φρίκη τά φοβερά βασανιστήρια τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Φυσικά δέν ἂργησε νά βεβαιωθεῖ ὃτι κάτι ὑπῆρχε στόν Χριστιανισμό, τό ὁποῖο ἡ φωτιά καί τό μαχαίρι, δεν μποροῦσαν νά νικήσουν καί νά ἐξολοθρεύσουν.
Ὃμως ἂν καί ἒνοιωθε ἀποστροφή πρός τούς τυράννους, ὁ ἲδιος ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός τόν ἀνέδειξε χιλίαρχο σέ πολύ νεαρή ἡλικία, διότι ἀναμφισβήτητα ἐκτίμησε τά πολλά προτερήματά του. Καθώς ὁμολογεῖται, εἶχε ὡραιότατη φυσιογνωμία, ἐπιβλητικό παράστημα, γενναιότητα καί ἒξοχες στρατιωτικές ἱκανότητες. Εἶχε, ἐπίσης, φαιδρό χαρακτῆρα, γλυκεῖς τρόπους καθώς καί μεγάλη εὐφυΐα.
Ἒπειτα ἀπό λίγα χρόνια, ὁ Κωνσταντῖνος κατόρθωσε νά ἐπιστρέψει στή Δύση. Ἀμέσως δέ μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, ὁ στρατός τόν ἀνεκήρυξε καίσαρα (306 μ.Χ.). Τότε ἀκολούθησε τό παράδειγμα τοῦ πατέρα του, δείχνοντας εὐμένεια πρός τούς Χριστιανούς. Βρέθηκε ὃμως στήν ἀνάγκη νά δεχθεῖ τόν πόλεμο, τόν ὁποῖο ὁ αὒγουστος τῆς Δύσεως Μαξέντιος, τοῦ ἐκήρυξε.
Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὣρα, ὁ Κωνσταντῖνος ζήτησε ὡς σύμμαχο «Θεόν τόν Οὐράνιον». Ἡ στιγμή τῆς κλήσεώς του ἀπό τόν Θεό εἶχε φθάσει. Ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσμου πού παρακολουθοῦσε τήν πορεία του, τόν σαγήνευσε στά εὐλογημένα δίχτυα τῆς ἀγάπης Του, μέ θαυμαστό τρόπο, ὃπως ἂλλοτε καί τόν Ἀπόστολο Παῦλο.
Ἦταν μεσημέρι καί ὁ Ἃγιος Κωνσταντῖνος εἶδε μέ φόβο καί ἒκπληξη, ὃπως καί ὃλος ὁ στρατός, ἓναν μεγάλο ὁλοφώτεινο Σταυρό καί γύρω ἀπό αὐτόν τήν ἐπιγραφή μέ λέξεις ἑλληνικές «ἐν τούτῳ νίκα». Ἐπιπλέον κατά τή νύκτα, τοῦ παρουσιάσθηκε σέ ὃραμα ὁ Ἰησοῦς Χριστός κρατώντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ παρήγγειλε νά κατασκευάσει ὃμοιό του, τό ὁποῖο νά προβάλλει μέ πίστη στίς μάχες, ὡς νικητήριο ὃπλο.
Ὁ Κωνσταντῖνος πιστός καί ὑπάκουος στήν οὐράνια ἐκείνη ὀπτασία κατασκεύασε ἀμέσως τήν πρώτη χριστιανική σημαία, τήν ὁποία ὀνόμασε λάβαρο. Τήν στόλισε δέ μέ χρυσό στεφάνι, στό ὁποῖο ἒβαλε, μέ πολύτιμες πέτρες, τό μονόγραμμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ «ΧΡ». Τό ἲδιο ἐπίσης ἒμβλημα διέταξε ἀργότερα νά χαραχθεῖ στίς ἀσπίδες τῶν στρατιωτῶν του καί ἀπό τότε ὑπῆρξε τό σύμβολο τῆς αὐτοκρατορίας.
Ἒχοντας λοιπόν πρωτοπόρο τόν Σταυρό καί ὃλη τήν ἐλπίδα του στόν Θεό, ὣρμησε ἐναντίον τοῦ Μαξεντίου καί κέρδισε τήν πρώτη μεγάλη νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ κατά τῆς εἰδωλολατρίας, ἀπό τήν ὁποία κρίθηκε τό μέλλον ὃλης τῆς ἀνθρωπότητας. Νικήθηκε ὁ Μαξέντιος καί μαζί του ἂρχισε νά καταρρέει ἀμετάκλητα ὃλος ὁ ἀρχαῖος κόσμος. Ὁ θεόκλητος Κωνσταντῖνος μπῆκε τροπαιοῦχος στή Ρώμη, τήν 28η Ὀκτωβρίου τοῦ 312 μ.Χ. καί ἡ γερουσία τόν ἀνεκήρυξε ἀμέσως αὐτοκράτορα ὃλης τῆς Δύσεως.
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα τῆς μεγάλης νίκης του, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἐκδήλωσε μεγάλη πίστη πρός τό σωτηριῶδες Σύμβολο καί ἀναδείχθηκε προστάτης τῆς καταπιεζομένης μέχρι τότε θρησκείας. Στήν συνέχεια ἐξέδωσε ἀλλεπάλληλα διατάγματα μέ τά ὁποῖα γινόταν σταδιακά ἡ μετάβαση ἀπό τήν εἰδωλολατρία πρός τόν Χριστιανισμό.
Τό σημαντικότερο ἀπό αὐτά ἦταν τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.), τό ὁποῖο ἀπετέλεσε σταθμό στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτό ἀνεγνώριζε τήν χριστιανική θρησκεία σέ ὃλο τό Ρωμαϊκό κράτος καί παρεῖχε ἐλευθερία στούς Χριστιανούς νά ἀσκοῦν ἀνεμπόδιστα τά θρησκευτικά καθήκοντά τους.
Τότε οἱ ἀπάνθρωποι διωγμοί σταμάτησαν. Οἱ ἐξόριστοι καί οἱ φυλακισμένοι ὁμολογηταί τῆς πίστεως ἐλευθερώθηκαν. Οἱ ἐκκλησίες καί τά κτήματα τῶν ἐκκλησιῶν, ὃσα εἶχαν δημευθεῖ, ἀποδόθηκαν στούς Χριστιανούς. Ἐπίσης, ὁ φιλόχριστος αὐτοκράτορας ἀπαγόρευσε τήν βλασφημία τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, καθόρισε ὡς ἐπίσημη ἀργία τοῦ κράτους τήν Κυριακή (321 μ.Χ.) καί ρύθμισε ὃλη σχεδόν τήν πολιτική καί ποινική νομοθεσία σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου. Ὃλος ὁ χριστιανικός κόσμος πανηγύριζε τήν ἐλευθερία του καί ἀνέπεμπε θερμές εὐχαριστίες στόν Θεό γιά τόν νέο αὐτοκράτορα.
Τελικά, ὃταν τό 323 μ.Χ., σέ ἡλικία 49 ἐτῶν, ὁ Ἃγιος Κωνσταντῖνος κατόρθωσε νά γίνει ὁ μοναδικός αὐτοκράτορας Ἀνατολῆς καί Δύσεως, αἰσθάνθηκε βαθειά τήν τεράστια εὐθύνη τῆς ἀποστολῆς του στόν κόσμο. Ὃτι, δηλαδή, ἒπρεπε «νά ἀνακαλέσῃ τό ἀνθρώπινον γένος εἰς τήν περί τόν σεμνότατον νόμον θεραπείαν»(1). Ἀπό τότε ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ Εὐαγγελίου. Ἐργάσθηκε μέ ἀποστολικό ζῆλο, ἀφοσίωση καί τόλμη γιά τήν διάδοση καί τήν παγίωση τῆς ἱερᾶς πίστεώς μας καί ἐπραξε τά πάντα γιά νά πετύχει αὐτόν τόν σκοπό.
Προσπάθησε ἐπίσης νά εἰρηνεύσει τήν αὐτοκρατορία ἀπό τίς αἱρέσεις καί κυρίως ἀπό τήν φοβερή αἳρεση τοῦ Ἀρείου. Γι’ αὐτό συνεκάλεσε τό 325 μ.Χ. τήν Α’ Οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια τῆςΒιθυνίας, ἡ ὁποία καθιέρωσε τήν Ὀρθοδοξία ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους.
Ἐν τῷ μεταξύ, διαπίστωσε ὃτι ἡ πρωτεύουσα τοῦ κράτους, ἡ εἰδωλολατρική Ρώμη, δέν μποροῦσε νά ἀνταποκριθεῖ στίς νέες ἱστορικές συνθῆκες. Ἀπεφάσισε, λοιπόν, νά στήσει τήν ἓδρα τῆς αὐτοκρατορίας στίς ἑλληνικές χῶρες, ὃπου εὐδοκιμοῦσε τό εὐαγγελικό κήρυγμα. Ἒτσι τό 324 μ.Χ. στή θέση πού βρισκόταν τό ἀρχαῖο Βυζάντιο, ἒκτισε τή νέα πρωτεύουσα, τήν ὁποία ὀνόμασε Κωνσταντινούπολη καί τήν ἀφιέρωσε στή Θεοτόκο. Τήν στόλισε μέ λαμπρά οἰκοδομήματα καί τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ δέσποζε σέ ὃλα τά δημόσια κτίρια.
Ἐπίσης, μέ ἐντολή του οἰκοδομήθηκε ὁ Ἱερός Ναός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στά Ἱεροσόλυμα, μετά τήν εὓρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν Ἁγία Ἑλένη. Ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία γέμισε μέ ναούς, χορηγώντας μεγάλα ποσά ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο. Ὀργάνωσε μεγάλες ἱεραποστολικές ἀποστολές καί πολλοί λαοί τότε ἀσπάστηκαν τόν Χριστιανισμό. Ἐπίσης ἒκοψε νομίσματα μέ χριστιανικά σύμβολα καί διέδωσε τήν Ἁγία Γραφή μέ χρήματα τοῦ Κράτους.
Βεβαίως ἡ χριστιανική διδασκαλία εἶχε μεγάλη ἐπίδραση καί στήν προσωπική του ζωή. Διακρινόταν γιά τήν ταπεινοφροσύνη του, τήν ἁπλότητά του, τήν ἐγκράτεια, τήν ἀμνησικακία του καί τήν μεγάλη πραότητά του. Ἡ φιλανθρωπία του ἒμεινε παροιμιώδης. Ἐπίσης ὁ εὐσεβής αὐτοκράτορας κατέφευγε καθημερινά στήν προσευχή, ἀρκετή ὣρα. Μελετοῦσε συχνά τήν Ἁγία Γραφή καί ἀνέθρεψε τά παιδιά του χριστιανικά. Ἀκόμη ἀπηύθυνε ἐμπνευσμένα κηρύγματα, μέ ἀποτέλεσμα πλήθη πολλά εἰδωλολατρῶν νά πιστεύσουν στόν Χριστό. Σεβόταν τούς ὁμολογητάς τοῦ Χριστοῦ καί τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τούς Ἱεράρχες καί ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλληλογραφοῦσε μέ τόν Ἃγιο Ἀντώνιο καθώς καί μέ ἂλλους Ἁγίους καί μεγάλους διδασκάλους.
Ἀσφαλῶς, ὡς ἂνθρωπος διέπραξε καί μεγάλα ἁμαρτήματα γιά τά ὁποῖα θρήνησε πικρά, ὃπως παλαιότερα καί ὁ βασιλιᾶς Δαυΐδ. Ἀνέβαλε ὃμως τήν βάπτισή του, γιατί διακαής πόθος του ἦταν νά βαπτισθεῖ στά ἁγιασμένα νερά τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, ἀλλά ἀσθένησε βαρειά στή Νικομήδεια τό 337 μ.Χ. . Αἰσθανόμενος τό τέλος του, κάλεσε κοντά του τούς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καί ἐξομολογήθηκε μεγαλοφώνως τά ἁμαρτήματά του. Ἒπειτα ἀπόθεσε τήν βασιλική ἁλουργίδα καί ἒλαβε τό Ἃγιο Βάπτισμα. Μετά ἀπ’ αὐτό ἀρνήθηκε νά φορέσει τήν λαμπρή βασιλική περιβολή του καί παρέμεινε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μέ τόν λευκό καί ἂσπιλο χιτῶνα τοῦ Βαπτίσματος.
Κοιμήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἰδίου ἒτους, σέ ἡλικία 63 ἐτῶν, ἀφοῦ βασίλευσε τριάντα χρόνια καί δέκα μῆνες. Ἡ σορός του μεταφέρθηκε μέ ἐπισημότητα στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐτάφη στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ὁλόκληρη ἡ αὐτοκρατορία θρήνησε τόν θάνατό του.
Ἡ ἱστορία ἀνεγνώρισε τό κολοσσιαῖο ἒργο του καί τόν ὀνόμασε «Μέγα». Καί ἡ Ἐκκλησία τόν κατέταξε στή χορεία τῶν Ἁγίων καί τοῦ ἀπένειμε ἐπάξια τόν τίτλο τοῦ ἰσαποστόλου, παρά τίς ἀντίθετες φωνές ὁρισμένων πού προσπαθοῦν νά κηλιδώσουν τήν ἐξαίσια μορφή του.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καί τῆς Ἁγίας Ἑλένης τιμᾶται τήν 21η Μαΐου.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἒθνους, Ἀθῆναι 1932, τόμος Β’, μέρος Β’, σελ. 110.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ «ΠΥΡΣΟΣ», ΑΘΗΝΑΙ, ΤΟΜΟΣ ΙΕ’, σελ. 560-566.
2. ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ», Ἀθῆναι, τόμος ΙΑ’, λῆμμα «Κωνσταντῖνος ὁ Α’, ὁ Μέγας καί ἃγιος», σελ. 863-866.
3. Δ. ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, «Ἡ ἐπιστροφή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τόν Χριστιανισμόν», Ἀθῆναι 1925.
4. Κωνσταντίνου Κοντογόνου, Ἐκκλησιαστική ἱστορία, τόμος Α’, Ἀθῆναι 1866, σελ. 345-366.
5. Π.Μ.ΣΩΤΗΡΧΟΥ, «Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ» Μέγας Κωνσταντῖνος ὁ Ἰσαπόστολος, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθῆναι .
6. Νικολάου Μαυροκορδάτου, «Πολιτικόν Θέατρον», Ἒκδοσις Δ’, ὑπό Σωτ. Ν. Σχοινᾶ ἐν Βόλῳ, σελ. 632-634.
7. Θρησκευτική έφημερίς «ΖΩΗ» ἀριθμ. 1755, ἒτος 1951, σελ. 156 καί 164.
8. Βίκτωρος Ματθαίου, Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, Τόμος Ε’, Ἒκδοσις Γ’, Ἀθῆναι 1967, σελ. 510-540.
9. Α.Μ. ΤΖΟΟΥΝΣ, «Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΚΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, Μετάφρασις Ἀλεξάνδρου Κοτζιᾶ, Ἐκδόσεις ΓΑΛΑΞΙΑ, Ἒκδοσις Β’ 1962.