Ἃγιος Γεώργιος ὁ τροπαιοφόρος
Ὃταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.) καί ὁ καίσαρας Γαλέριος ἀνέλαβαν τήν διοίκηση τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἐξέδωσαν διατάγματα, σύμφωνα μέ τά ὁποῖα ὑποχρέωναν ὃλες τίς ἀρχές τοῦ κράτους νά συλλαμβάνουν καί νά θανατώνουν τούς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι δέν θά πειθαρχοῦσαν στήν αὐτοκρατορική διαταγή, δηλαδή νά θυσιάσουν στά εἲδωλα.
Στήν δύσκολη ἐκείνη χρονική περίοδο καί ὁ κόμης Γεώργιος κλήθηκε νά συνυπογράψει καί νά συνεργήσει στόν ἀφανισμό τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖνος ὃμως, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἂλλος ἀπό τόν προσφιλῆ μας Ἃγιο Γεώργιο, ὂχι μόνο ἀρνήθηκε νά ἐκτελέσει τήν ἀπάνθρωπη αὐτή ἐντολή, ἀλλά μέ περίσσιο θάρρος ἒλεγξε τόν αὐτοκράτορα καί διεκήρυξε ὃτι καί ὁ ἲδιος εἶναι Χριστιανός.
Ὁ Ἃγιος Γεώργιος καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἦταν ὁ μονάκριβος γυιός ἐπιφανῶν καί πλουσίων γονέων. Ἡ εὐσεβής μητέρα του, μετά τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ συζύγου της, σέ κάποιον ἀπό τούς προηγούμενους διωγμούς, κατέφυγε μέ τόν μικρό Γεώργιο στήν πατρίδα της, τήν Λύδδα τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ, ταυτόχρονα μέ την φροντίδα της γιά τά μεγάλα καί πλούσια κτήματά της, προσπάθησε νά μεταδώσει στήν τρυφερή καρδιά τοῦ γυιοῦ της, ἀπό τήν δική της ἀναμμένη δάδα, τήν φλόγα τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί νά τόν ἀναδείξει μιμητή τοῦ πατέρα του.
Οἱ κόποι της ἀπέδωσαν πλούσιους καρπούς. Ἒτσι ὃταν ὁ Γεώργιος κατατάχθηκε στόν Ρωμαϊκό στρατό, σέ ἡλικία 18 ἐτῶν, ἦταν ἢδη ἓνας συνειδητός στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, στολισμένος μέ ἀδαμάντινο χαρακτήρα. Ἡ ἐπιβλητική καί φωτεινή μορφή του καθώς καί τό ὑπέροχο παράστημά του προκάλεσαν σέ ὃλους θαυμασμό. Σύντομα ξεχώρισε «ὡς ρόδον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν» μέσα στό διεφθαρμένο εἰδωλολατρικό περιβάλλον μέ την ἁγνή καί καθαρή ζωή του καί δέν ἂργησε νά κατακτήσει τίς καρδιές ὃλων μέ τήν εὐγένεια τοῦ ἢθους του, τήν καλωσύνη καί τήν τιμιότητά του. Ὃλοι τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σέβονταν. Ἀκόμη καί ὁ ἲδιος ὁ αὐτοκράτορας τόν ἐκτίμησε ἰδιαίτερα. Θέλοντας μάλιστα νά τόν ἀνταμείψει γιά τήν μεγάλη ἀνδρεία του καί τίς ἂριστες ἐπιδόσεις του στούς πολέμους τόν διόρισε στήν ἐπίζηλη θέση τοῦ στρατηλάτη. Κάτοπιν τοῦ ἀπένειμε τόν τίτλο τοῦ κόμητα, ἂν καί ἦταν πολύ νέος στήν ἡλικία.
Ἀπό τότε ὁ Γεώργιος ἒγινε ὁ πολύτιμος σύμβουλος καί βοηθός τοῦ αὐτοκράτορα. Καί ἐνῶ ἒλαμπε ἀπό τήν κοσμική δόξα καί τό μέλλον του φάνταζε ἀκόμη λαμπρότερο, ξέσπασε ξαφνικά ὁ τρομερός διωγμός. Τότε πληροφορήθηκε τόν μαρτυρικό θάνατο τῆς μητέρας του.
Ὡστόσο, μιά μυστική φωνή καλοῦσε ἐνδόμυχα καί τόν ἲδιο νά ὑψώσει τήν σημαία τῆς πίστεως. Ἒπρεπε, ὁπωσδήποτε νά φανεῖ ἀντάξιος «ὑιός μαρτύρων». Ἀμέσως, σάν τόν ἀθλητή, ὁ ὁποῖος προετοιμάζεται γιά τόν ἀγώνα, μοίρασε στούς πτωχούς ὃλη τήν περιουσία, τήν ὁποία κληρονόμησε ἀπό τούς γονεῖς του. Καί πραγματικά ἒγινε γιά τούς πτωχούς καί τά ὀρφανά ὁ θερμός ὑπερασπιστής καί προστάτης τους καί τό ἀληθινό ἂσυλο καί καταφύγιο.
Ἀνάλαφρος πλέον ἀπό τό βάρος τοῦ πλούτου, ἦταν ἒτοιμος νά ἀκολουθήσει τόν ἀρχηγό τῶν μαρτύρων, τόν Χριστό. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό πυρπολοῦσε τήν νεανική του καρδιά, ὣστε τοῦ ἒδινε φτερά νά ὑπερπηδήσει ὃλα τά ἐγκόσμια πράγματα καί να παραβλέψει τήν ἐφήμερη δόξα καί τιμή. Τίποτε πλέον δέν ἦταν δυνατόν νά θέλξει καί νά παραπλανήσει τήν ψυχή τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ. Χωρίς κανέναν ἀπόλυτως δισταγμό πῆρε τήν ἡρωϊκή ἀπόφαση νά περάσει τήν «στενήν πύλην τοῦ Κυρίου» καί νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό.
Πέταξε λοιπόν τά πολεμικά ὃπλα καί μέ τά ὃπλα τοῦ Χριστοῦ ὁμολόγησε ἐπίσημα τήν χριστιανική πίστη του. Ἡ ἀπροσδόκητη αὐτή ὁμολογία ἒπεσε σάν κεραυνός μέσα στούς ἀνακτορικούς κύκλους. Ὁ αὐτοκράτορας δέν μποροῦσε νά πιστεύσει, πῶς ἦταν δυνατόν νά εἶναι Χριστιανός ὁ καλύτερος καί εὐγενέστερος ἀξιωματικός του, ὁ προικισμένος μέ τόσο κάλλος καί γενναιότητα.
Προσπάθησε μέ τόνο ἣπιο στήν ἀρχή νά τόν πείσει, ν’ ἀνακαλέσει ἁπλῶς τήν δήλωσή του. Μάταια ὃμως. Ὁ Ἃγιος μέ ἰσχυρή φωνή ἐπέμενε στήν ἁγία ὁμολογία του. Μεταχειρίσθηκε ἒπειτα κολακεῖες καί ὑποσχέσεις. Ἀλλά καί πάλι ὁ γενναῖος ἀθλητής παρέμεινε ἀμετάπειστος. Τελικά ξέσπασε ἀσυγκράτητη ἡ ὀργή τοῦ Διοκλητιανοῦ καί διέταξε νά τόν ὁδηγήσουν χωρίς ἀναβολή στά φρικτά βασανιστήρια.
Οἱ δήμιοι ἐκτελώντας τήν προσταγή, ἒδεσαν σφιγκτά τόν Ἃγιο ἐπάνω σ’ ἓνα ξύλο καί ἂρχισαν νά τόν κτυποῦν στήν κοιλιά δυνατά μέ ἀκόντια. Χάρις ὃμως στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὃλα τά ἀκόντια λύγισαν στήν ἂκρη καί δέν τόν πλήγωσαν. Ἓνα μονάχα διεπέρασε τά σπλάγχνα τοῦ Ἁγίου καί τό μαρτυρικό αἷμα του κύλησε στήν γῆ σάν ποτάμι.
Ἒπειτα τόν ἒρριξαν δεμένο στήν φυλακή καί τοποθέτησαν μιά βαρειά πλάκα ἐπάνω στό στῆθος του. Τήν ἐπόμενη ἡμέρα ὁδήγησαν τόν μάρτυρα στό βῆμα τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ Διοκλητιανός, βλέποντας τήν ἐπιμονή τοῦ Ἁγίου, διέταξε νά τόν βασανίσουν μέ φρικτότερα βασανιστήρια.
Ἀμέσως οἱ ὑπηρέτες ἒδεσαν τόν Ἃγιο γυμνό ἐπάνω σ’ ἓνα τροχό. Καθώς τόν γύριζαν μέ ταχύτητα, τό σῶμα τοῦ γενναίου ἀθλητῆ καταξεσχίσθηκε καί κομματιάστηκε ἀπό τά κοφτερά μαχαίρια τοῦ τροχοῦ. Ὃλοι νόμιζαν ὃτι ὁ Γεώργιος ἦταν πιά νεκρός. Ὁ Διοκλητιανός, βαθειά ἱκανοποιημένος γιά τό κατόρθωμά του, θυσίαζε στά εἲδωλα, ὁταν ξαφνικά εἶδε μπροστά του τόν Ἃγιο ὑγιῆ καί ἀκμαῖο καί χωρίς νά ἒχει καν ένα ἲχνος ἀπό τά φρικτά παθήματά του.
Ὁ Λυτρωτής τῶν ἀνθρώπων ἒστειλε ἋγιοἊγγελο καί ἒλυσε τόν μακάριο ἀθλητή ἀπό τόν τροχό, μπροστά στά μάτια ὃλων. Πολλοί τότε πίστευσαν στόν Χριστό. Ἀκόμη καί οἱ ἀξιωματικοί Ἀνατόλιος καί Πρωτολέων καθώς καί 1000 στρατιῶτες διεκήρυξαν θαρραλέα ὃτι: «Ἓνας εἶναι Θεός ἀληθινός, ὁ Θεός τῶν Χριστιανῶν». Σύντομα ὃμως ἀποκεφαλίσθηκαν καί συναριθμήθηκαν μέ τούς Ἁγίους Μάρτυρες.
Στήν συνέχεια ἒρριξαν τόν πολύαθλο ἀγωνιστή μέσα σέ λάκκο βαθύ γεμάτο μέ ἀσβέστη, μέ τήν βεβαιότητα ὃτι θά ἒλειωναν ἀκόμη καί τά ὀστᾶ του. Ὃταν ὃμως μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἂνοιξαν τήν κάμινο, εἶδαν κατάπληκτοι τόν Ἃγιο νά βγαίνει ἀκέραιος καί ἀβλαβής, ὃπως ἂλλοτε καί οἱ Ἃγιοι Τρεῖς Παῖδες στήν Βαβυλώνα.
Τότε, ἂπειρο πλῆθος λαοῦ στόλισε τό δένδρο τῆς πίστεως. Ἀκόμη καί ἡ βασίλισσα Ἀλεξάνδρα, ἡ σύζυγος τοῦ Διοκλητιανοῦ, περιφρονώντας τήν βασιλική ἁλουργίδα της, ὁμολόγησε ἂφοβα, ὃτι καί ἡ ἳδια εἶναι Χριστιανή. Κλεισμένη μέσα στήν φυλακή παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή της στά χέρια τοῦ Οὐράνιου Ἂνακτα.
Ὓστερα ἐξανάγκασαν τόν Ἃγιο νά τρέξει μέ σιδερένια παπούτσια μέσα στά ὁποῖα ἒβαλαν πυρακτωμένα καρφιά. Σέρνοντας τόν ἒβαλαν στήν φυλακή καί τόν μαστίγωσαν ξανά βάναυσα. Ὁ Ἃγιος αἱμόφυρτος ὑπέμεινε, μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερία τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἐπιδιώκοντας μέ λαχτάρα νά κερδίσει τό στεφάνι τῆς νίκης.
Ἡ προσευχή δέ τοῦ Ἁγίου ἦταν τόσο δυνατή, ὣστε ἀνέστησε νεκρό ἂνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶχε πεθάνει 300 χρόνια πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης ἀπέδειξε ἀνίσχυρα τά μαγικά δηλητήρια, μέ ἀποτέλεσμα ὁ μάγος καθώς καί ὁ ἀναστημένος νεκρός νά διασαλπίσουν τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί σέ λίγο νά μαρτυρήσουν.
Ἐκείνη τή νύκτα, ὁ Χριστός παρουσιάσθηκε στόν ὓπνο τοῦ πιστοῦ δούλου του καί ἀφοῦ τόν ἀσπάσθηκε, τοῦ ἀνήγγελε ὃτι τελειώνει ἡ μαρτυρική πορεία του.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ὁ Μεγαλομάρτυς Ἃγιος κλήθηκε στό ναό τοῦ Ἀπόλλωνα νά προσφέρει θυσία. Ἐκεῖνος ὃμως γνώριζε πολύ καλά νά μή «προσκυνῇ Θεῷ ἀλλοτρίῳ». Ἒτσι, ὂχι μόνο δέν θυσίασε στά εἲδωλα, ἀλλά καί ὑποχρέωσε τά πονηρά πνεύματα νά ὁμολογήσουν ὃτι μόνο ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός.
Μετά ἀπό αὐτό, ὁ Ἃγιος ὁδηγήθηκε στόν τόπο τῆς σφαγῆς καί σφαγιάσθηκε ὡς ἀμνός ἐπάνω στό βωμό τῆς πίστεως τό 303 μ.Χ. Ἡ Ἁγία ψυχή τοῦ τροπαιοφόρου πέταξε στά οὐράνια παρουσιάζοντας ὡς τρόπαια στόν Χριστό τίς ψυχές ὃλων ἐκείνων, πού πίστευσαν ἀπό τά θαύματά του καί μαρτύρησαν. Τό ἱερό λείψανό του, σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία του, μεταφέρθηκε στήν Λύδδα, ὃπου καί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε μεγαλοπρεπῆ ναό.
Ἡ φήμη καί τά ἀναρίθμητα θαύματα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἁπλώθηκαν γρήγορα στά πέρατα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἡ δέ ἁγία μορφή του κόσμησε σημαῖες κρατῶν, παράσημα καί νομίσματα. Ἐπίσης πολλοί λαοί τόν θεωροῦν ὡς προστάτη τους. Κανείς ὃμως λαός δέν δοξάζει καί γιορτάζει τόν Ἃγιο Γεώργιο, ὃπως ὁ Ἑλληνικός λαός.
Ἡ Ἐκκλησία κάθε χρόνο πανηγυρίζει τήν μνήμη του τήν 23η Ἀπριλίου, συνδεδεμένη πάντοτε μέ τήν χαρμόσυνη ἑορτή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Δ’, Ἒκδοσις Γ’ , Ἀθῆναι 1968, σελ. 460-516.
2. π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α., Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀπρίλιος, ἐν Ἀθήναις Καθολική Ἒκδοσις 1940, σεκ. 183-191.
3. Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, τόμος Β’, Ἀθῆναι 1868, σελ. 104-106.
4. Α. Μαρτίνου, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 4ος , Ἀθῆναι 1964, σελ. 429-444.
5. ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ, Ἒκδοση Ἱερᾶς Καλύβης «Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου», Νέα Σκήτη, ΑΓΙΟΝ-ΟΡΟΣ, Ἒκδοση Α’, Ἰούλιος 2008.
6. Θρησκευτικόν περιοδικόν «ΖΩΗ» , Ἀθῆναι 1920, ἀριθμ. φ. 446, σελ. 123.
7. Θρησκευτική ἐφημερίδα «ΖΩΗ», Ἀθῆναι 1951, ἀριθμ. φ. 1752-3, σελ. 138.
8. Θεοδώρου Ζωγράφου, Ἑορτοδρόμιον, ἐν Βόλῳ 1914, τόμος Γ’, σελ. 71-81.
9. Π.Β. Πάσχου, «ἚρωςὈρθοδοξίας», Ἀθῆναι 1964, σελ. 291-297.
10. ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ «ΗΛΙΟΥ», Ἀθῆναι (χ.χ.), τόμος Ε’, λῆμμα, «Γεώργιος ὁ μεγαλομάρτυς», σελ. 238-239.