Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
Ὁμολογεῖται ἀπό ὃλους ὃτι ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ἀνεδείχθη ἡ σπάνια γιγαντιαία φυσιογνωμία τῆς Ὀρθοδoξίας σέ κρισιμώτατους γιά τήν Ἐκκλησία καί τό γένος καιρούς, κατά τό πρῶτο μισό τοῦ ΙΕ’ αἰώνα.
Ὑπῆρξε ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ὁλομόναχος σήκωσε στούς ρωμαλέους ὢμους του τήν ἱερά Κιβωτό, πού περιεῖχε ὁλόκληρο τόν ἀνεκτίμητο θησαυρό τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός ὑμνογράφος ἒκθαμβος ἀπό τήν ἀκτινοβολία τῆς μορφῆς του, τοῦ προσέφερε τό ἐγκωμιαστικό δίστιχο:
«Κρατεῖ μέν Ἂτλας μυθικός ὢμοις Πόλον,
κρατεῖ δ’ ἀληθῶς Μᾶρκος Ὀρθοδοξίαν».
Γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη περίπου τό 1392, τότε πού ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ἒπνεε τά λοίσθια καί οἱ Τοῦρκοι ἒζωναν τήν Πόλη γιά νά τήν πολιορκήσουν. Οἱ γονεῖς του, Γεώργιος καί Μαρία, τοῦ ἒδωσαν στό βάπτισμα τό ὂνομα Μανουήλ. Τό δέ ἐπώνυμό του φανέρωνε τήν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς του, διότι οἱ γονεῖς του ἦταν ὂχι μόνο εὐσεβεῖς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλά καί στολισμένοι μέ κοσμική λαμπρότητα καί εὐγένεια.
Διδάχθηκε τά πρῶτα γράμματα ἀπό τόν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ἦταν διάκονος, πρωτέκδικος καί χαρτοφύλακας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Σέ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν ἒμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Ἒχοντας ὃμως δίψα γιά τήν μόρφωση μαθήτευσε, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἰωάννη, σέ φημισμένους γιά τήν σοφία τους διδασκάλους, ὃπως τόν Γεώργιο Γεμιστό ἢ Πλήθωνα καί τόν Ἰωσήφ Βρυέννιο. Ὁ τελευταῖος ὑπῆρξε ἐμπνευστής του καί τό πρότυπό του γιά τούς μελλοντικούς ἀγῶνες του.
Προικισμένος μέ ὀξύνοια καί σπάνια εὐφυΐα γνώρισε τήν ἀρχαία ἑλληνική παιδεία. καί ἦταν βαθύς γνώστης τοῦ Ὁμήρου. Χάρις δέ στήν ρητορική του ἱκανότητα μποροῦσε ν’ ἀναπτύξει μέ μεγάλη εὐκολία τήν φιλοσοφία τοῦ Πυθαγόρα, τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη.
Μέ τά σπάνιά του προσόντα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα ξεπέρασε στήν σοφία καί τούς ἲδιους τούς δασκάλους του. Ξεχώριζε δέ μεταξύ τῶν συνομηλίκων του γιά τήν σεμνότητα τοῦ ἢθους του καί τήν κοσμιότητά τῶν τρόπων του. Νεώτατος ἀνέλαβε τήν διεύθυνση τοῦ πατριαρχικοῦ φροντιστηρίου. Ἒγινε ἐπίσης φίλος καί καθοδηγητής τοῦ αὐτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου καί διορθωτής τῶν συγγραμμάτων του. Ταυτόχρονα, δέν παρέλειπε νά ἐξασκεῖται καί στά ἒργα τῶν μοναχῶν, «ζῶν ἐν τῇ πόλει ὡς ἂπολις». Ἒφθασε δέ σέ τέτοια μέτρα ἀρετῆς, ὣστε ἦταν «σωφρονέστερος» καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν μοναχῶν, πού ζοῦσαν στήν ἒρημο.
Σέ ἡλικία 25 ἐτῶν ἐγκατέλειψε τήν κοσμική ματαιότητα, διένειμε τήν περιουσία του στούς πτωχούς καί ἐκάρη μοναχός στό νησί Ἀντιγόνη, παίρνοντας τό ὂνομα Μᾶρκος. Ὑποτάχθηκε πρόθυμα σ’ ἓναν ἐνάρετο ἀσκητή, τόν Συμεών, καί ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο σέ μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες. Μετά ἀπό μία διετία, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπειλῆς τῶν Τούρκων, ἀναγκάσθηκε νά καταφύγει στήν περιώνυμο μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων, στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἀφωσιώθηκε στήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί συνέγραψε τά πρῶτα του συγγράμματα, δογματικοῦ κυρίως χαρακτήρα. Παράλληλα ἀνέπτυξε καί τό ποιητικό του τάλαντο καί ἒγραψε κανόνες, ἐπιγράμματα καί ποιήματα. Ἒλαβε ἐπίσης καί τόν βαθμό τῆς ἱερωσύνης.
Μέ τά σκληρά ἀσκητικά του παλαίσματα κατέκτησε τήν πνευματική τελειότητα. Ἒγινε ἓνας ἐπίγειος ἂγγελος. Ἡ ἒνθεη ζωή του ἦταν γεμάτη άπό θεωρίες, ἱερούς φωτισμούς καί θεῖες ἐλλάμψεις. Ὃλοι θαύμαζαν τήν ἁγιότητα, τήν σοφία του, τήν διαλεκτική του δεινότητα, τήν ἑρμηνευτική του ἱκανότητα σέ ὃλα τά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κυρίως τόν ἀδαμάντινο χαρακτήρα του.
Ὓστερα ἀπό παραμονή 20 περίπου ἐτῶν στό μοναστήρι, ἐπρόκειτο ὁ αὐστηρός μοναχός καί φλογερός θεολόγος ν’ ἀφήσει τόν μοναχικό καί ἣσυχο βίο καί νά ριχθεῖ σέ νέους ἀγῶνες, κατά τούς ὁποίους τό ὂνομά του θά γίνει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» σέ Ἀνατολή καί Δύση. Ἒτσι, μέ τήν ἐπίμονη πίεση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου Η’ Παλαιολόγου, ἀνέβηκε στόν μητροπολιτικό θρόνο τῆς Ἐφέσου τό 1437. Μέ δυσκολία δέχθηκε ν’ ἀκολουθήσει τόν αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωσήφ Β’ στήν Ἰταλία, προκειμένου νά πάρει μέρος στή σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) μέ σκοπό τήν ἓνωση τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Ἦταν βέβαια γνωστή στόν αὐτοκράτορα ἡ ἀνθενωτική δράση τοῦ Ἁγίου Μάρκου, κατά τά δύο τελευταῖα χρόνια, στά ὁποῖα γινόταν ἡ προετοιμασία τῆς συνόδου. Ὁ γενναῖος πρόμαχος τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦσε νά συμφωνήσει μέ τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἀπελπισμένος μπροστά στήν τραγική κατάσταση, στήν ὁποία εἶχε περιπέσει ἡ αὐτοκρατορία, θεωροῦσε ὃτι, μέ κάθε θυσία, ἒπρεπε νά γίνει ἡ ἓνωση. Γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό νόμιζε ὃτι θά ἐξασφάλιζε τήν στρατιωτική βοήθεια, τήν ὁποία ὁ πάπας Εὐγένιος Δ’ τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ γιά νά ἀποκρούσει τούς Τούρκους καί νά σώσει τήν Βασιλεύουσα.
Ὁ Ἃγιος Ἱεράρχης ζυμωμένος μέ τό πνεῦμα τῶν Πατέρων, δέν δίστασε νά θέσει πάνω ἀπό κάθε πολιτικό συμφέρον τήν διαφύλαξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων. Ἒβλεπε μακριά στό μέλλον, μέ τό καθαρό καί διορατικό του μάτι. Ἐπίσης γνώριζε ὃτι οἱ Λατῖνοι δέν ἐπιθυμοῦσαν τήν γνήσια δογματική ἓνωση, τήν ὁποία ὁ ἲδιος ποθοῦσε ὁλόψυχα, ἀλλά ὃτι καραδοκοῦσαν νά καθυποτάξουν τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία στόν ἀλαζόνα Πάπα. Παρ’ ὃλη ὃμως τήν ἀντίθεσή του ὁ αὐτοκράτορας τόν ἐκτιμοῦσε βαθειά καί τόν διόρισε «ἒξαρχο» τῆς συνόδου. Ἦταν δέ τόσο μεγάλο τό κῦρος του, ὣστε ἐκλέχθηκε καί ὡς ἐκπρόσωπος τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας.
Κατά τήν διάρκεια τῆς συνόδου προέβαλε ἀνεξάντλητα ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα ἀντλοῦσε ἀπό τήν πλούσια πνευματική φαρέτρα του. Ὃσα ὑπεστήριξε ἦταν ἡ αὐτούσια πίστη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἒτσι ἀπέδειξε ὃτι ἡ προσθήκη τοῦ filoque (δηλαδή «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ»)στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἦταν βλάσφημη καί πρόσθεσε ὃτι τό ἱερό Σύμβολο «οὐ δέχεται προσθήκην, οὐ δέχεται μείωσιν». Ἐπίσης ἀπέκρουσε τίς κακόδοξες διδασκαλίες περί καθαρτηρίου πυρός καί ἀζύμων, ἀλλά καί τίς αὐθαίρετες καί παράλογες δοξασίες τοῦ Πάπα περί πρωτείου. Καί ὃταν οἱ Λατῖνοι θεολόγοι, κατάπληκτοι ἀπό τήν θεολογική του κατάρτιση καί τήν κρυστάλλινη πίστη του, τόν παρακαλοῦσαν νά μεταχειρισθεῖ κάποια οἰκονομία, ὁ δυναμικός μαχητής τῆς ἀλήθειας ἀρνήθηκε κάθε συμβιβασμό καί ἒδωσε τήν σταθερή ἀπάντηση: «Τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, ἐπειδή εἰς τά τῆς πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβασις». Καθώς δέ ὁ αὐτόπτης μάρτυς καί ἱστορικός τῆς συνόδου Σίλβεστρος Συρόπουλος ἀναφέρει, ὁ Ἃγιος Μᾶρκος ὑπερασπίσθηκε τήν πατροπαράδοτη πίστη μόνος.
Μόνος ἀγωνίσθηκε σκληρά ἀπέναντι τῶν ἂλλων καί ἐπέδειξε ἀπαράμιλλο θάρρος, ἀντοχή καί ὑπομονή, χωρίς ποτέ νά καμφθεῖ ἀπό τά ἀπάνθρωπα μέτρα τοῦ Πάπα. Ἐπιπλέον, οἱ ἀντίπαλοί του ἒλεγαν ὃτι παρεφρόνησε. Ἀκόμη καί ὁ Βησσαρίων, ὁ μητροπολίτης Νικαίας, τόν εἰρωνεύοταν καί τόν περιγελοῦσε. Καί ἀφοῦ φιλονείκησε μαζί του, λιποτάκτησε στό ἀντίπαλο στρατόπεδο καί ἒγινε, ὃπως πολύ σωστά ὁ Ἃγιος τοῦ προεῖπε, πραγματικό «κοπέλι» τοῦ Πάπα.
Ἀλλά καί πάλι ἦταν ὁ μόνος πού ἀρνήθηκε νά ὑπογράψει τόν περίφημο «ἑνωτικό ὃρκο». Ὃταν ὁ Πάπας εἶδε ὃτι ἒλειπε ἡ ὑπογραφή τοῦ κυριωτέρου ἀντιπάλου του, τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἀνεφώνησε περίλυπος: «Ἰού φράτορες, ἐποιήσαμεν οὐδέν». Ἡ σύνοδος ἦταν ἢδη ἂκυρη. Ὁ Πάπας τότε θέλησε νά τόν τιμωρήσει. Ἀλλά ὁ Μᾶρκος «ὁ Ἀντίπαπας» μέ πύρινους λόγους ἀπεστόμωσε τόν Πάπα καί ταπείνωσε γιά μιά ἀκόμη φορά τήν «ἐπηρμένην παπικήν ὀφρύν». Ἒτσι ὁλοκλήρωσε τήν νίκη του. Ἐπέστρεψε πλέον ὑπό τήν προστασία του αὐτοκράτορα στήν Κωνσταντινούπολη τήν 1ηΦεβρουαρίου τοῦ 1440, ἒπειτα ἀπό δύομιση περίπου χρόνια, ὂχι ἁπλά ὡς ὁ μητροπολίτης Ἐφέσου, ἀλλ΄ ὡς ἡ Ἱερά Ὀρθόδοξος Παρακαταθήκη. Ὁ εὐσεβής λαός ὑποδέχθηκε τόν στυλοβάτη τῆς Ἐκκλησίας μέ ἐνθουσιασμό. Ἦταν τό σύμβολο τῶν πόθων του. Τόν δόξασε, τόν προσκυνοῦσε καί τόν ὠνόμασε Ἃγιο.
Οἱ ὑπόλοιποι ἀρχιερεῖς, ὃταν ἐπέστρεψαν, ἦταν τόσο κατησχυμμένοι καί μετανοημένοι, ὣστε ζητοῦσαν νά κοπεῖ τό δεξί τους χέρι, πού ὑπέγραψε.Ἐξάλλου καί ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ, ἀφοῦ πρόδωσε τήν Ὀρθοδοξία, ξεψύχησε ξαφνικά στήν Φλωρεντία, βγάζοντας «κόπρον» ἀπό τό στόμα του.Ὁ αὐτοκράτορας τότε πρότεινε στόν Ἃγιο Μᾶρκο τόν πατριαρχικό θρόνο, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ἐπίμονα. Ἀνέλαβε ὃμως τήν ἡγεσία τοῦ ἀγώνα ἐναντίον τῆς ψευδωνύμου ἑνώσεως.
Μή θέλοντας νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Μητροφάνη, ἀναγκάσθηκε νά φύγει στήν Ἒφεσο. Ἀλλά καί ἐκεῖ συνάντησε πολλούς πειρασμούς ἀπό τούς ἑνωτικούς. Γι’ αὐτό ἒφυγε καί πάλι μέ σκοπό νά φθάσει στό Ἃγιο Ὂρος. Στήν Λῆμνο, ἂνθρωποι τοῦ αὐτοκράτορα τόν συνέλαβαν καί τόν φυλάκισαν. Ἐκεῖ παρέμεινε περιορισμένος δύο χρόνια καί ἒγραψε τήν σπουδαία ἐγκύκλιό του, τήν ὁποία ἀπηύθυνε «πρός τούς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καί τῶν νήσων εὑρισκομένους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς».
Ὃταν ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη, μέ ἢρεμη τήν συνείδηση παρέδωσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ στίς 23 Ἰουνίου 1444 μ.Χ., σέ ἡλικία 52 ἐτῶν. Ἂφησε ὃμως συνεχιστή τοῦ ἀγώνα του τόν μαθητή του Γεώργιο Σχολάριο(τόν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιο). Τό ἱερό σκήνωμά του ἐτάφη στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἀργότερα, μετά τήν Ἃλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τά ἃγια λείψανά του μεταφέρθηκαν στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Λαζάρου τοῦ Γαλατᾶ.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του τήν 19η Ἰανουαρίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ Ἓνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἀδελφ. θεολόγων «ΖΩΗ», Ἀθῆναι 1972.
2. Ἱερομ. Ἀθανασίου τοῦ Παρίου, Ὁ Ἀντίπαπας, Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1981.
3. Καλλίστου Ζωγράφου Ἁγιορείτου, Βιογραφία τοῦ έν Ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μάρκου ἀρχιεπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, ἐν Ἀθήναις 1887.
4. Περιοδικόν «Ἀνάπλασις» ἒτος 1905, «Βιογραφικαί συμβολαί εἰς τόν Ἃγιον Μᾶρκον τόν Εὐγενικόν τόν Ἐφέσου».
5. Δημητρίου Σ. Μπαλάνου, Οἱ Βυζαντινοί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀπό τοῦ 800 μέχρι τοῦ 1453 μ.Χ., Ἀθῆναι 1951, Μᾶρκος ὁ Ἐφέσου, σελ. 177-182.
6. Ἀχιλλέως Α. Κύρου, Βησσαρίων ὁ Ἓλλην, τόμος Α’, Ἀθῆναι 1947.
7. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Τό πρωτεῖον τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, Ἀθῆναι 1930.
8. Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, λῆμμα «Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός», τόμος 8ος , Ἀθῆναι 1966, στηλ. 760-763.
9. Π. Β. Πάσχου, Ἒρως Ὀρθοδοξίας, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, Ἀθῆναι 1964, σελ. 207-213.
10. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἒθνους, τόμος Ε’, 1932, σελ. 254-278.
11. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Α’, Ἒκδοσις Ε’, Ἀθῆναι 1973, σελ. 470-479.