Ὁ Ἃγιος Νεομάρτυς Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης
Οἱ Ἓλληνες πού ἐπισκέπτονται τήν Μικρά Ἀσία μέ σκοπό νά προσκυνήσουν τά ἃγια χώματα τῶν προγόνων τους, συγκλονισμένοι κατευθύνουν τά βήματά τους στήν «Αἰολική Γῆ», τίς ἀρχαῖες Κυδωνιές, τό γνωστό Ἀϊβαλί. Στήν πλατεῖα αὐτῆς τῆς πολιτείας, δίπλα σέ ἓναν τεράστιο πλάτανο, ἀντικρύζουν μέ δακρυσμένα μάτια τήν μεγάλη και ἐντυπωσιακή ἐκκλησία τοῦ «Ἃη Γιώρ».
Εἶναι ὁ Ναός τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου, τοῦ πολιούχου τῶν Κυδωνιῶν, ὃπου φυλάσσονταν καί τά ἱερά λείψανά του, μέχρι τήν Μικρασιατική Καταστροφή. Σήμερα ὁ ναός ἒχει μεταβληθεῖ σέ τζαμί, τό «Τσινάρ τζαμί», ἐνῶ κανείς δέν γνωρίζει πού βρίσκονται τά ἃγια λείψανα.
Ὁ Ἃγιος Γεώργιος γεννήθηκε στό χωριό Πυτιός τῆς τουρκοκρατούμενης Χίου τό 1785 καί ἦταν γυιός τοῦ Παρασκευᾶ καί τῆς Ἀγγεροῦ. Στήν βρεφική του ἡλικία, μόλις 9 μηνῶν, ὁ θάνατος τοῦ στέρησε τήν μητρική ἀγκαλιά μέ ἀποτέλεσμα ν’ ἀνατραφεῖ ἀπό τήν μητρυιά του. Μικρός ἀκόμη παραδόθηκε ἀπό τόν πατέρα του σ΄ἓναν ξυλογλύπτη, προκειμένου νά μάθει τήν τέχνη, συνώδευσε δέ τό ἀφεντικό του στά Ψαρά γιά νά κατασκευάσει τό τέμπλο του Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἐκεῖ ἀπέκτησε φίλους, μέ τούς ὁποίους ἒφυγε κρυφά στήν Καβάλα. Ἀλλά ἐκεῖ συνελήφθη νά κλέβει καρπούζια ἀπό ἓνα τούρκικο χωράφι. Ἒτσι ὁδηγήθηκε στόν Κριτή, ὁ ὁποῖος φημιζόταν γιά τήν ἀγριότητα καί μανία του κατά τῶν Χριστιανῶν. Τό «θηρίο» αὐτό γιά νά ἐκφοβίσει τό Ἑλληνόπουλο διέταξε νά τό ρίξουν ἐκείνη τήν νύκτα στή φυλακή.
Τήν ἂλλη ἡμέρα τό παρέδωσε σ' ἓναν Τοῦρκο οἰκογενειάρχη μέ τήν παραγγελία νά ἐξαπατήσει τόν μικρό μέ κάθε τρόπο, ὣστε νά τουρκεύσει, γιατί ὁ Γιώργης ἦταν συμπαθητικό παιδί καί διακρινόταν γιά τήν ὡραιότητα, τήν σωματική δύναμη καί ἐξυπνάδα. Ὡστόσο, τό ἀθῶο παιδί δελεάστηκε ἀπό τήν συναναστροφή μέ τά Τουρκόπουλα, τά ποικίλα φαγητά καί φορέματα πού ἀσφαλῶς δέν εἶχε στό σπίτι του καί λησμόνησε τούς δικούς του. Ἐπιπλέον, ὃταν ὁδηγήθηκε γιά δεύτερη φορά στόν Κριτή, φοβήθηκε τίς ἀπειλές του καί ἀσπάσθηκε τόν Ἰσλαμισμό. Δέχθηκε τήν περιτομή καί ἀπό Γεώργιος ὀνομάσθηκε Ἀχμέτης.
Ἒπειτα ἐργάσθηκε κοντά σέ διαφόρους Τούρκους καί κατόπιν ἀνεχώρησε στόν Τσεσμέ. Ὁ Πανάγαθος ὃμως Θεός λυπήθηκε τό πλᾶσμα Του. Κάποια οὐράνια σημεῖα τόν συνέφεραν καί συναισθάνθηκε τό βαρύ παράπτωμά του. Θυμήθηκε τήν πίστη πού ἀρνήθηκε καί φοβερές τύψεις κατέτρωγαν τήν ψυχή του μέρα καί νύκτα. Ἒκλαιγε πικρά καί ἡ ἐμφάνισή του κατήντησε ἀξιολύπητη. Οἱ δικοί του βέβαια ἀγνοοῦσαν τήν τύχη του. Μιά ἡμέρα λοιπόν ἦλθε στή Χίο μ΄ἓνα καράβι. Ἐκεῖ τόν ἀναγνώρισε ἓνας ἡλικιωμένος συγχωριανός του. Τό τουρκικό ὃμως ὂνομά του ἂφησε κατάπληκτο καί ἀπορημένο τόν γέροντα. Αὐτή ἡ ἀπορία ὑπῆρξε εὐεργετική γιά τόν νεαρό ἐξωμότη. Ἒσκυψε τό κεφάλι του καί ἒφυγε ντροπιασμένος.
Κατόπιν ἐπισκέφθηκε τό πατρικό του, ἀλλ’ ὁ πατέρας του ἀπουσίαζε. Ἀνεχώρησε καί ξαναῆλθε στό νησί μετανοημένος καί φορώντας χριστιανικά ἐνδύματα. Ὁ πατέρας του λυπήθηκε φοβερά, ὃταν ἂκουσε ἀπό τόν Γιώργη τήν ἀλλαξοπιστία του. Μέ τήν συμβουλή δέ κάποιου πνευματικοῦ ἀποφασίστηκε ἡ ἀναχώρησή του στίς Κυδωνιές, διότι οἱ Τοῦρκοι, ἀντιλήφθηκαν τήν μεταστροφή του καί σχεδίαζαν τήν θανάτωσή του.
Ὁ δεκάχρονος Γεώργιος βλέποντας τήν θάλασσα νά εἶναι ἀγριεμένη ἐκείνη τήν ἡμέρα, θεώρησε ὃτι ὁ Θεός τόν καλοῦσε νά παραμείνει στή Χίο γιά νά ξεπλύνει μέ τό αἷμα του τό ἁμάρτημά του. Δίστασε ὃμως γιατί δέν διέθετε, πρός τό παρόν, τήν δύναμη νά ἀναμετρηθεῖ μέ τούς Ὀθωμανούς. Γι΄αὐτό κατέφυγε στίς Κυδωνιές. Στό Ἀϊβαλί ὁ Γεώργιος ἒζησε εἰρηνικά κοντά σ’ ἓνα Χριστιανό, ἐργαζόμενος στό κτῆμα του. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀπομακρύνθηκαν τά σύννεφα τῆς λύπης ἀπό τήν ψυχή του, προώδευσε καί ἂρχισε νά κυκλοφορεῖ ἂφοβα. Ξεχώριζε δέ μέσα στήν πολιτεία ὂχι μόνο μέ τό ἐντυπωσιακό παράστημά του καί τήν ὡραία ἐμφάνισή του ἀλλά κυρίως γιά τό σεμνό καί εὐγενικό ἦθος του καί τήν ἁγνή καί καθαρή ζωή του.
Ὁ πατέρας του ὡστόσο ἀγωνιοῦσε. Τόν ἐπισκέφθηκε καί τοῦ πρότεινε νά φύγει σέ χριστιανικούς τόπους. Ἐκεῖνος ὃμως ἀρνήθηκε λέγοντας ὃτι δέν διέτρεχε κίνδυνο, ἐφ’ ὃσον κανείς δέν γνώριζε τό μυστικό του, ἂν καί τό εἶχε ἐμπιστευθεῖ σέ μιά γριούλα, ἡ ὁποία τόν φρόντιζε.
Ὃταν ὁ Ἃγιος ἒφθασε στήν ἡλικία τῶν 22 ἐτῶν τό 1807, ἀρραβωνιάστηκε. Ἐτοιμαζόταν δέ να τελέσει καί τούς γάμους του, παρότι οἱ οἰκεῖοι της κόρης πληροφορήθηκαν τό μυστικό του ἀπό ἐκείνην τήν γριούλα. Ὁ ἀδελφός ὃμως τῆς νύφης φιλονείκησε μαζί του γιά κάποιο δάνειο καί γιά νά τόν ἐκδικηθεῖ τόν πρόδωσε στόν Ἀγά ὃτι εἶναι Τοῦρκος ἐξωμότης!
Οἱ Τοῦρκοι ἀμέσως κινητοποιήθηκαν γιά νά τόν συλλάβουν. Οἱ φίλοι τοῦ Γεωργίου τόν εἰδοποίησαν νά φύγει ἢ νά κρυφθεῖ. Πράγματι, ὁ Γεώργιος κρύφθηκε προσωρινά σέ μιά παλιά κατοικία, ὃπου μερικοί Χριστιανοί τόν συντηροῦσαν μέ μεγάλες προφυλάξεις.
Στίς γεμάτες ἀγωνία ἡμέρες τοῦ ἐγκλεισμοῦ του προσευχόταν μέ φλογερή πίστη στόν Οὐράνιο Πατέρα ἱκετεύοντάς Τον νά τόν ἐνισχύσει στόν σκληρό ἀγῶνα πού τόν ἀνέμενε, ὣστε ν΄ἀποδειχθεῖ ἀληθινός στρατιώτης Του. Καί ἡ φλόγα τοῦ μαρτυρίου θέρμανε τήν καρδιά του.
Πολύ σύντομα ἐγκατέλειψε τήν κρύπτη του, χωρίς τίποτε νά μπορεῖ ν’ ἀναχαιτίσει τήν ὁρμή του. Ἀντλώντας δύναμη ἀπό ἓνα φυλακτό ἀπό Τίμιο Ξύλο, πού εἶχε στό στῆθος του, παραδόθηκε στούς στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι τόν ὁδήγησαν σιδηροδέσμιο στόν Κριτή. Ἐκεῖνος ὡστόσο πίστευσε ὃτι θά πείσει τόν Γεώργιο νά προδώσει τόν Χριστό. Ἀλλ΄ ὁ συνώνυμος τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ὁμολόγησε θαρρετά ὃτι: «Μικρός μέ βία τούρκευσα ἀλλά πάντοτε Χριστιανός ἢμουν. Τό ὂνομά μου εἶναι Γεώργιος καί μ’ αὐτό θ’ ἀποθάνω». Ὁ Κριτής βλέποντας τήν ἀταλάντευτη γνώμη του, ἐξαγριώθηκε. Ἀμέσως διέταξε τούς ὑπηρέτες του νά δέσουν πισθάγκωνα τόν Ἃγιο καί νά τόν γυμνώσουν γιά νά δεῖ ὃλο τό συμβούλιο ἂν εἶναι περιτμημένος. Ὁ σεμνός νέος ὑπέμεινε μέ ἀπερίγραπτη καρτερία τήν δημόσια αὐτή διαπόμπευση καί εἶπε περιφρονητικά στόν τύραννο: «Τό κορμί μου μπορεῖς νά τό τυραγνήσεις, μά ἡ ψυχή μου στέκεται σά βελανιδιά κι ἐσύ μοιάζεις τό μερμήγκι πού δαγκάνει τήν ρίζα της καί θαρρεῖ πώς θά τήν ρίξει κάτω.»(1)
Δέν πρόλαβε νά ἀποτελειώσει τά λόγια του καί οἱ στρατιῶτες ὃρμησαν ἐπάνω του μέ ἀκράτητη μανία καί κτυπώντας τον, τόν ἒρριξαν στήν φυλακή, ὃπου τόν μαστίγωσαν βάναυσα. Τό φοβερό μαρτύριό του κράτησε 17 ὁλόκληρες ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες ὁ Μάρτυς ὑπέμεινε μέ ἀπαράμιλλη καρτερία πόνους, θλίψεις καί κακοπάθειες. Ἒνοιωθε ὁμως χαρά, διότι ἀξιώθηκε νά πάσχει γιά τήν ἀγάπη Ἐκείνου, πού τόσο πολύ εἶχε πικράνει μέ τήν ἀλλαξοπιστία του.
Ὃταν ὁ Κριτής διαπίστωσε ὃτι δέν πρόκειται νά κατωρθώσει τίποτε, διέταξε νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ὁ Χιοπολίτης Γεώργιος βάδισε ἢρεμος τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε στόν τόπο τῆς καταδίκης στήν πλατεῖα διότι τήν προηγούμενη ἡμέρα ἐξομολογήθηκε καί μετέλαβε τά Ἂχραντα Μυστήρια. Φοροῦσε λευκά ἐνδύματα καί προσευχόταν ἀκατάπαυστα.
Ὁι Χριστιανοί ὃμως τῆς πόλεως ἀγωνιοῦσαν. Πολλοί εἶχαν συγκεντρωθεῖ στήν πλατεῖα, ἐνῶ ἂλλοι, οἱ περισσότεροι, ἀγρυπνοῦσαν στόν Ναό παρακαλώντας τόν Θεόν νά ἐνισχύσει τόν δοῦλο Του, ὣστε νά τελειώσει τόν ἀγῶνα τῆς ἀθλήσεως. Ὃταν ἒφθασαν στήν Λιτή, ἀποροῦσαν μέ ποιά ἰδιότητα νά τόν μνημονεύσουν, ὡς ζωντανό Χριστιανό ἢ ὡς Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ; Ἐκείνη τήν ὣρα κατέφθασε κάποιος Χριστιανός καί ἀνήγγειλε τήν μαρτυρική τελείωση τοῦ Γεωργίου. Ὃλοι συγκινημένοι δόξασαν τόν Θεό. Ὁ δέ ἀναγνώστης ἀπήγγειλε μεγαλόφωνα μεταξύ τῶν Ἁγίων ἐκείνης τῆς ἡμέρας: «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου». Ἒπειτα ἒτρεξαν στόν τόπο τοῦ Μαρτυρίου γιά νά πάρουν κάτι ἀπό τόν Νεομάρτυρα. Ἐκεῖ πληροφορήθηκαν ὃτι ὁ γενναῖος ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ σφαγιάσθηκε μέ ἀνείπωτη βαρβαρότητα, ἀγριότητα καί ἀσπλαγχνία. Ὧρες ὁλόκληρες ὁ δήμιος τόν βασάνιζε μέχρι νά ἀποκόψει τήν τιμία κεφαλή του.
Ἡ ψυχή του φτερούγισε στόν Οὐρανό, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι ἒρριξαν τό αἱμόφυρτο Ἅγιο Σκήνωμα σέ μιά ρεματιά γιά νά φαγωθεῖ ἀπό τά ἀγρίμια. Καθώς λοιπόν ὁ στρατιώτης σήκωνε στήν πλάτη του τό ἁγιασμένο ἀκέφαλο σῶμα, ἐκεῖνο ἀνέβασε μέ τά δυό του χέρια τήν περισκελίδα του, πού εἶχε πέσει κατά τήν διάρκεια τοῦ μαρτυρίου γιά νά σκεπάσει τήν γυμνότητά του. Ἒπειτα μερικοί Χριστιανοί τό μετέφεραν ἀπό τήν ρεματιά κρυφά καί τό ἐνταφίασαν σ’ ἓνα ἒρημο νησάκι, κοντά στό Ἀϊβαλί. Μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀνεκόμισαν μέ ἐπισημότητα τό ἃγιο λείψανο στό Ἀϊβαλί καί ἀφοῦ τό ἀσήμωσαν μαζί μέ τήν ἁγία κάρα, τό ἐναπέθεσαν στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μεγαλομάρτυρος, στόν ὁποῖο ἒδωσαν τό ὂνομα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου.
Ἀναφέρεται μάλιστα ὃτι ὁ Ἃγιος Γεώργιος ἀπό τά οὐράνια σκηνώματα δέν παρέλειψε νά φροντίζει τήν ἀρραβωνιαστικιά του. Ἒτσι κάθε βράδυ ἒβαζε ἐπάνω στό τζάκι της ἓνα φλουρί, ὃλο τό διάστημα κατά τό ὁποῖο ἐκείνη ἒμεινε πιστή στό ἀρραβώνα της. Ἒπειτα τό θαῦμα σταμάτησε. Ἐπίσης ὁ ζωγράφος, ὁ ὁποῖος ζωγράφισε τήν πρώτη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου, ἦταν ἓνας ἀπό ἐκείνους πού εἶδαν ἀπό κοντά τό φρικτό μαρτύριό του.
Οἱ Ἀϊβαλιῶτες πού κατοικοῦν σήμερα στήν Ἑλλάδα τιμοῦν ἰδιαιτέρως τόν Νεομάρτυρα Γεώργιο καί στή Μυτιλήνη ἀνήγειραν Ναό πρός τιμήν του.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 26η Νοεμβρίου, ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
https://www.youtube.com/watch?v=6onYxDsdAiM1. Φώτης Κόντογλου, Τό Ἀϊβαλί ἡ Πατρίδα μου, «ὁ Ἃγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης», ἒκδοση «ΑΣΤΗΡ» Α΄ καί Ε΄ Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 195, Ζ΄ ἒκδοση, σελ. 42.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Μαρία Παϊβανᾶ-Καντίκα, Βήματα στήν Αἰολική καί Ἰωνική Γῆ, ἐκδόσεις Αθ. Σταμούλης, Ἀθήνα 2008, σελ. 29-30.
2. Συναξαριστής Νεομαρτύρων (1400-1900), ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 164-171.
3. Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Α. Βασιλόπουλος, Ὁ Ἃγιος Γεώργιος ὁ Χιοπολίτης, ἐκδόσεις «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 1975.
4. Α. Μαρτίνου, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, λῆμμα: «Γεώργιος ὁ Χῖος», τόμος 4ος , Ἀθῆναι 1964, στήλη 449-451.
5. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος ΙΑ΄ , Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1964, σελ. 667-675.
6. Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου, Ἀπ’ ὃλα τά ἐπαγγέλματα», ἒκδοσις «Ο ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθήνα 1980, «Ἐπιπλοποιός Ἃγιος», σελ. 85-90.