Ὁ Ἃγιος Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Λουκᾶς
Στήν χορεία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν, ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς εἶναι ὁ μόνος ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπό τά «ἒθνη». Γι’ αὐτό καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐπιστολή του πρός Κολασσαεῖς (δ’ 11) ὃπου ἀναφέρει τούς συνεργούς του, τόν ξεχωρίζει ἀπό τούς «ὂντας ἐκ περιτομῆς» καί τόν συγκαταριθμεῖ μεταξύ ἐκείνων πού εἶχαν ἐθνική καταγωγή.
Ὁ Ἱερός Λουκᾶς λοιπόν ἦταν Ἓλληνας. Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀντιόχεια, ἡ πρωτεύουσα τῆς Συρίας, πόλη μεγάλη καί ἒνδοξη, κατ’ ἐξοχήν ἑλληνική κτισμένη ἀπό τόν Σέλευκο τόν Α’ - ἓναν ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου - πρός τιμήν καί μνήμην τοῦ πατέρα του Ἀντιόχου. Ἂν καί ἦταν ὑποταγμένη στούς Ρωμαίους, ὃμως εἶχε τό προνόμιο νά εἶναι ἐλεύθερη, γιατί οἱ Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες τήν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα. Ἒτσι ἐκεῖ ἦταν ἀνεπτυγμένος ὁ ἑλληνικός πολιτισμός, ὡμιλεῖτο ἡ ἑλληνική γλῶσσα καί πολλοί κάτοικοί της ἦσαν Ἓλληνες.
Ὁ Ἱερός Λουκᾶς λοιπόν μεγάλωσε μέσα σέ εἰδωλολατρικό περιβάλλον καί ἀνατράφηκε ἀπό εἰδωλολατρική καί μᾶλλον εὒπορη οἰκογένεια. Ἒμαθε τά πρῶτα ἐγκύκλια γράμματα καί σπούδασε τήν ἑλληνική, τήν συριακή καί τήν ἑβραϊκή γλῶσσα στίς σχολές τῆς Ἀντιόχειας, οἱ ὁποῖες δέν ἦταν καθόλου κατώτερες ἀπό τίς σχολές τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς Ἀλεξάνδρειας. Κατόπιν συμπλήρωσε τίς σπουδές του στά γνωστά πανεπιστήμια τῆς ἐποχῆς του. Ὁ δέ Συμεών ὁ Μεταφραστής ἀναφέρει ὃτι φοίτησε σέ σχολεῖα τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Αἰγύπτου, ὃπου σπούδασε Ρητορική, Φιλοσοφία καί κυρίως τήν ἰατρική. Ἒτσι ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἐκτός ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο ἲσως καί τόν Ἀπολλώ, ἦταν ὁ μόνος μεταξύ τῶν πρώτων κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος διέθετε ἐπιστημονική μόρφωση.
Παρ’ ὃλη ὃμως τήν ἐπιστημονική του κατάρτιση, ὁ νεαρός Ἀντιοχέας πού τό ὂνομά του σημαίνει «φωτεινός», παρέμεινε ἀνεπηρέαστος καί λαμπερός ἀπό τίς κακίες τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου. Σεμνός καί καλοπροαίρετος καθώς ἦταν, ἀπαρνήθηκε τίς εἰδωλολατρικές ἀντιλήψεις καί συνήθειες, διέκοψε κάθε σχέση μέτίς θολερές πηγές τῆς ψεύτικης σοφίας καί πρόθυμα δέχθηκε τήν χριστιανική ἀλήθεια ἀπό τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν, Παῦλο. Ἒλαβε μάλιστα τήν τιμή νά εἶναι ἓνας ἀπό τούς πρώτους ἐθνικούς πού ἒγιναν μέλη τῆς νεοσύστατης ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας. Μέ ἒκπληξη παρακολούθησε τήν ἁγία ζωή, τήν πίστη, τήν ἀδελφοσύνη καί τήν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῶν πρώτων Χριστιανῶν καί θαύμασε τήν αὐτοθυσία τους στούς διωγμούς καί στίς φυλακίσεις.
Μέσα λοιπόν σ’αὐτό τό ἃγιο καί ὑψηλό περιβάλλον, ὁ ἹερόςΛουκᾶς μόρφωσε τήν ψυχή του καί ἒλαβε τήν ἰσχυρή ἀπόφαση νά παραιτηθεῖ ἀπό κάθε τι πού τόν συνέδεε μέ τόν κόσμο καί νά ἐργασθεῖ ὡς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου. Πράγματι δέ διέθεσε ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του στήν διακονία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Φαίνεται μάλιστα ἀπό τίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» ὃτι συναντήθηκε μαζί του στήν Τρωάδα τό 50 μ.Χ. καί τόν ἀκολούθησε πιστά στό ταξίδι του πρός τήν Μακεδονία καθώς καί στή δεύτερη καί τρίτη ἀποστολική περιοδεία του. Ἀπό τότε δέν χώρισε τήν ἁγία «ξυνωρίδα» οὒτε ὁ δρόμος, οὒτε ἡ θάλασσα, οὒτε οἱ διωγμοί, οὒτε καί οἱ φυλακίσεις. Ἒγινε ἀχώριστος βοηθός καί πολύτιμος καί ἀνεκτίμητος συνεργάτης καί συνοδοιπόρος ἀλλά καί μιμητής τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί σύντομα ξεχώρισε μέσα στόν κύκλο τῶν συνοδῶν του.
Ἀξιώθηκε ἐπίσης τῆς ἐξαιρετικῆς τιμῆς νά γίνει ὁ ἰδιαίτερος γιατρός τοῦ ἀσθενικοῦ καί καχεκτικοῦ Ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ. Συχνά μέ ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη τόν ἀνακούφιζε ἀπό τούς πόνους του καί τόν περιέθαλπε, ὃταν άσθενοῦσε ἐπικίνδυνα. Γι’ αὐτήν τήν προσφορά του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοῦ ἒπλεξε ἓνα αἰώνιο καί ἀξιοζήλευτο ἐγκώμιο. Τόν ὀνόμασε «ἀγαπητόν». «Ἀσπάζεται ὑμᾶς» ἒγραφε πρός Κολοσσαεῖς (δ’ 14) «Λουκᾶς ὁ ἰατρός ὁ ἀγαπητός». Πολύ εὒστοχα ὁ Ἱερός Χρυσόστομος σημειώνει: «Ἐγκώμιον καί τοῦτο οὐ μικρόν, ἀλλά σφόδρα μέγα τό Παύλου εἶναι ἀγαπητόν». Ἀλλά καί ὁ Ἱερός Λουκᾶς δέν ἐγκατέλειψε τόν θεῖο Παῦλο ἀκόμη καί ὃταν ὃλοι οἱ ἂλλοι τόν ἐγκατέλειψαν δεσμώτη στή Ρώμη. «Πάντες μέ ἐγκατέλιπον» γράφει μέ πικρία στόν Τιμόθεο «Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ’ ἐμοῦ» (Τιμ. Β’ δ’-11).
Μετά τό μαρτυρικό τέλος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ἐξακολούθησε τήν προσφορά του στό ἀποστολικό ἒργο καί ἒφερε τό ἂγγελμα τῆς σωτηρίας σέ πολλές χῶρες. Κατά τόν Ἃγιο Ἐπιφάνιο κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν Ἰταλία, στήν Γαλλία, στήν Δαλματία, καθώς καί στήν Ἑλλάδα, τήν ὁποία ἀγάπησε ἰδιαίτερα. Κατά τόν Ἃγιο Συμεών τόν Μεταφραστή διέτρεξε ὃλη τήν Λιβύη καί ἒφθασε μέχρι τήν Αἲγυπτο καί τήν Ἂνω Θηβαΐδα, ὑπομένοντας πολλές φορές διώξεις, δαρμούς ἀκόμη καί λιθοβολισμούς.
Ὃπως ὃμως γνωρίζουμε, ὁ Ἱερός Λουκᾶς δέν ἦταν μόνο ὁ «συνεργός» καί «συνέκδημος» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἦταν κυρίως ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τοῦ τρίτου Εὐαγγελίου, τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καθώς καί τῆς ἐπιστολῆς «πρός Ἑβραίους». Ἦταν ἀνάγκη ἡ εὐαγγελική ἀλήθεια νά φθάσει στά πέρατα τῆς οἰκουμένης καί τό σπουδαιότερο, νά κρατηθεῖ γνήσια, καθαρή καί ἀνόθευτη καί νά διασφαλισθεῖ ἀπό αἱρετικές δοξασίες. Ἒτσι κατά τήν ἒκφραση παλαιοῦ συγγραφέως «οὗτος προτραπείς ὑπό Πνεύματος Ἁγίου... τό πᾶν τοῦτο συνεγράψατο Εὐαγγέλιον».
Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶλλον δέν εἶχε γνωρίσει τόν Χριστό, ὃπως οἱ ἂλλοι Εὐαγγελιστές γιά νά γράψει ὃσα ὁ ἲδιος εἶχε δεῖ καί ἀκούσει. Μᾶς δίνει ὃμως περισσότερες καί ἀκριβέστερες πληροφορίες ἀπό τούς ἂλλους Εὐαγγελιστές, ἀρχίζοντας τήν ἱερά διήγησή του ἀπό τήν γέννηση τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου καί τελειώνοντας στήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ. Ἀναφέρει δέ στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του ὃτι γνώρισε τούς «ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπτας καί ὑπηρέτας τοῦ Λόγου» (Λουκ. α’ 2-3), δηλαδή τούς Μαθητάς τοῦ Χριστοῦ καί Ἁγίους Ἀποστόλους. Γι’ αὐτό ἐσφαλμένα μερικοί πιστεύουν ὃτι ἦταν ἓνας ἀπό τούς ἑβδομήκοντα Μαθητάς καί ὃτι «συμπορευόμενος» μέ τόν Κλεώπα πρός Ἐμμαούς συνομίλησε μέ τόν Χριστό. Ἀξιώθηκε ὃμως νά γνωρίσει τήν Παναγία καί ἀπό τό στόμα Της ν’ ἀκούσει διηγήσεις, τίς ὁποῖες κανείς ἂλλος Εὐαγγελιστής δέν εἶχε καταγράψει μέχρι τότε.
Χάρις λοιπόν στόν Ἱερό Λουκᾶ γνωρίζουμε σήμερα τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, τήν ἐπίσκεψη τῆς Παρθένου πρός τήν Ἐλισσάβετ, τόν ὓμνο τῶν Ἀγγέλων κατά τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τήν συνταρακτική προφητεία τοῦ πρεσβύτου Συμεών κατά τήν Ὑπαπαντή καθώς καί ἂλλα γεγονότα καί παραβολές ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος, ὃπως τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου. Δίκαια λοιπόν ὀνομάσθηκε Εὐαγγελιστής τῆς Παναγίας. Τό δέ Εὐαγγέλιό του ὀνομάζεται «Εὐαγγέλιο τῶνἙλλήνων» διότι, ὃπως ἀναφέρεται, τό συνέταξε στήν Ἑλλάδα –πιθανόν στό Μέγα Σπήλαιο ἢ στήν Θήβα τῆς Βοιωτίας - ἒγραψε στήν ἑλληνική γλῶσσα καί τό ἀπηύθυνε πρός τόν ἐπίσημο Ἓλληνα Θεόφιλο καθώς καί σέ ὃλους τούς ἐξ Ἐθνῶν Χριστιανούς, δηλαδή καί πρός τούς Ἓλληνες. Ἐπίσης ὀνομάζεται καί «Εὐαγγέλιο τῶν προσευχῶν» καί «Εὐαγγέλιο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου». Ίδιαίτερα ὃμως χαρακτηρίζεται ὡς τό «Εὐαγγέλιο τῆς εὐσπλαγχνίας», διότι ἀπ’ ὃλα τά γεγονότα τά ὁποῖα ὁ Ἱερός Λουκᾶς ἐξιστορεῖ, ἀναβλύζει ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καί τό ἒλεος τοῦ Χριστοῦ πρός τούς ἁμαρτωλούς. Γι’ αὐτό καί ὁ μόσχος θεωρήθηκε ὡς τό ἒμβλημα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, γιατί εἶναι τό ζῶο πού δηλώνει θυσία καί ἐξιλασμό.
Ἐπίσης καί οἱ «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» ἀποτελοῦν μοναδική πηγή πληροφοριῶν γιά τά πρῶτα βήματα τῆς Ἐκκλησίας. Καί μολονότι ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς καταγράφει ὃλους τούς ἀγῶνες τῶν ἂλλων Ἀποστόλων, ἀπό μεγάλη ταπεινοφροσύνη ἀποσιωπᾶ τήν δική του προσφορά στόν εὐαγγελισμό τῶν ἐθνῶν καί ἀφήνει τόν ἑαυτό του στήν ἀφάνεια.
Εἶναι δέ ἡ γραφίδα του τόσο λεπτή, ὣστε μοιάζει νά ζωγραφίζει. Καί πράγματι ἡ παράδοση ἀναφέρει ὃτι ἦταν καί θαυμάσιος ζωγράφος, ὁ ὁποῖος ἱστόρησε τρεῖς εἰκόνες τῆς Παναγίας ἀπό κερί, μαστίχα καί χρώματα. Λέγεται μάλιστα ὃτι, ὃταν τίς προσέφερε στήν Παναγία, ἐν’ ὃσῳ κατοικοῦσε στά Ἱεροσόλυμα, Ἐκείνη τίς εὐλόγησε καί εἶπε: «ἡ χάρις τοῦ ἐξἐμοῦ γεννηθέντος εἲηδι’ ἐμοῦ μετ’ αὐτῶν».
Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἀφοῦ ὑπηρέτησε τόν Θεό ἀπερίσπαστος ἀπό οἰκογενειακές ὑποχρεώσεις –παρέμεινε ἂγαμος- κοιμήθηκε σέ ἡλικία 84 ἐτῶν στήν Θήβα τῆς Βοιωτίας, πλήρης Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ δέ Ἃγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός τόν συγκαταριθμεῖ μεταξύ τῶν πρώτων Ἁγίων Μαρτύρων. Καί ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος συμπληρώνει ὃτι ὁ ἹερόςΛουκᾶς συνελήφθη ἀπό «ἀθετοῦντας τόν θεῖον λόγον» καί παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Θεό, ἀφοῦ οἱ ἂνομοι τόν κρέμασαν σέ μιά ἐλιά. Μέχρι σήμερα σώζεται στήν Θήβα ὁ τάφος του καθώς καί ἡ ἐλιά, ἡ ὁποία μέ μισό κορμό ἐξακολουθεῖ ἀκόμη νά παράγει καρπό.
Ὁ Θεός γιά νά δοξάσει τόν ἐκλεκτό δοῦλο του ἒβρεξε θεραπευτικά κολλύρια ἐπάνω στό μνῆμα του, ὡς σημεῖο τῆς ἰατρικῆς τέχνης του. Τό σεπτό λείψανό του μετακομίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 357 μ.Χ. καί κατατέθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὃπου θεράπευε ἀνίατες ἀσθένειες. Οἱ Σταυροφόροι τό μετέφεραν στήν Ἰταλία τό 1204. Μέρος τοῦ ἁγίου λειψάνου φυλάσσεται σέ εἰδική λάρνακα στόν ἱερό προσκυνηματικό Ναό τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στήν Θήβα.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη του τήν 18η Ὀκτωβρίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμος Ι’ , Ἒκδοσις Β’, Ἀθῆναι 1964, σελ. 373-390.
2. Νικολάου Ν. Δαμαλᾶ, Ἑρμηνεία εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, τόμος Α’, ἐν Ἀθήναις 1876, σελ. 100-112.
3. Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τό ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ, Ἒκδοσις Β’, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι, Ἰούνιος 1972.
4. Στεργίου Σάκκου, Ἑρμηνεία στό Κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τόμος Α’, Ἐκδόσεις «Χριστιανική Ἐλπίς», Θεσσαλονίκη 2008.
5. Γ. Κωνσταντίνου, Λεξικόν τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ἐν Ἀθήναις 1888, λῆμμα «Λουκᾶς».
6. Ἰωάννου Δ. Μπουγάτσου, Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς ὁ ζωγράφος τῆς Παναγίας μας καί τό Μέγα Σπήλαιο, Ἒκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας, Αἲγιον 2003.
7. Θρησκευτική ἐφημερίδα «ΖΩΗ», ἒτος 1951, ἀρ. φύλ. 1773-1781.
» » » » » » » » » » » » » » » » » » » », ἒτος 1952, ἀρ. φύλ. 1785-1805.
8. Α. Μαρτίνου, Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος 8ος, Ἀθῆναι 1966, λῆμμα «Λουκᾶς», στήλη 364-379.
9. π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α. , Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ὀκτώβριος, ἐν Ἀθήναις 1948, σελ. 141-144.