Ὁ προφήτης καί Θεόπτης Μωϋσῆς
«Καί εἶπε Μωϋσῆς πρός Κύριον˙σύ δέ μοι εἶπας˙οἶδα σε παρά πάντας, καί χάριν ἒχεις παρ’ ἐμοί.» (Ἐξοδ. 33-12)
Θά λάβωμε μεγάλη ἐνίσχυση στήν προσπάθειά μας νά κατακτήσωμε τήν τελειότητα καί νά συναντηθοῦμε ἀπό αὐτήν τήν ζωή μέ τόν Θεό, ἐάν ἒχωμε ὡς πρότυπό μας τόν Θεόπτη Μωϋσῆ καί μελετᾶμε προσεκτικά τόν βίο του, κατά τήν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης.
Ἀναμφίβολα ὁ προφήτης Μωϋσῆς ὑπῆρξε ἡ μεγαλύτερη προσωπικότητα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἦταν ἀνήρ ἱερός, μέγιστος προφήτης, θεατής τοῦ Θεοῦ πρίν τήν ἐνανθρώπησή του, ποιητής, ἱστορικός ὂχι ἑνός λαοῦ ἀλλά τῶν πατέρων ὃλων τῶν λαῶν, θεόπνευστος συγγραφέας τῆς Πεντατεύχου, βιογράφος τοῦ ἀνθρώπου, χρονογράφος τῆς φύσεως, μνήμων τῶν ἒργων τοῦ Θεοῦ καί ἓνας ἀπό τούς μεγαλύτερους ἂνδρες τῆς παγκοσμίου ἱστορίας. Ἀπόγονος τοῦ Λευΐ καί νεώτερος ἀδελφός τοῦ Ἀαρών καί τῆς Μαριάμ, γεννήθηκε στήν Αἲγυπτο ἀπό Ἑβραίους γονεῖς τόν Ἀμράμ καί τήν Ἰωχάβεδ περίπου τό 1600 π.Χ., σέ χρόνια μαύρης δουλείας. Οἱ Ἑβραῖοι - ὃπως εἶναι γνωστό - ἀπό τήν ἐποχή ἢδη τοῦ Ἰωσήφ, εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν Αἲγυπτο, στήν πλούσια πεδιάδα τῆς Γεσσέν, ὃπου εὐημεροῦσαν καί πλήθυναν, ὣστε ἒγιναν ἒθνος μεγάλο. Τό γεγονός αὐτό ἀνησύχησε σοβαρά τόν Φαραώ καί γιά να περιορίσει τήν καταπληκτική ἂυξησή τους, τούς ὑπέβαλε σέ ἀφόρητες καταπιέσεις. Πρόσταξε, μάλιστα, αὐστηρά ὃλα τά ἀρσενικά παιδιά τους, εὐθύς ἀμέσως μετά τήν γέννησή τους, νά τά πνίγουν στόν Νεῖλο ποταμό.
Ἡ Ἰωχαβέδ ἀπέκρυψε μέ πολύ φόβο τό νεογέννητο βρέφος της ἐπί 3 μῆνες, ἀλλά κατόπιν ἀναγκάσθηκε νά τό τοποθετήσει σ’ ἓνα καλάθι πλεγμένο ἀπό πάπυρο καί ἀλειμμένο ἐξωτερικά μέ πίσσα καί νά τό ρίξει, μέ πόνο ψυχῆς, στόν Νεῖλο. Τό χέρι ὃμως τοῦ Θεοῦ τό ὁδήγησε στό σημεῖο, ὃπου ἀκριβῶς ἡ ἒγγαμη ἀλλά ἂτεκνη κόρη τοῦ Φαραώ, ἡ Θέρμουθις λουζόταν. Ἐκείνη μόλις ἀντίκρυσε τό χαριτωμένο ἐκεῖνο βρέφος τό συμπάθησε, τό ἒσωσε ἀπό τά νερά, τό υἱοθέτησε καί τό ὠνόμασε Μωϋσῆ, δηλ. ὑδατόσωστον. Ἀνέθεσε δέ, κατά Θεία πρόνοια, στήν ἲδια τήν μητέρα του νά τό θηλάσει.
Ὁ Μωϋσῆς κατόπιν μεγάλωσε καί ἀνατράφηκε βασιλικά, μέσα στά ἀνάκτορα καί διδάχθηκε ὃλη τήν σοφία τῶν Αἰγυπτίων ἀπό τούς σοφώτερους διδασκάλους. Κατέλαβε δέ ὑψηλά ἀξιώματα πολιτικά καί στρατιωτικά καί διακρίθηκε στήν διακυβέρνηση τῆς χώρας. Μπροστά του ἀνοιγόταν τό μέλλον, ἒνδοξο καί λαμπρό. Ὁ Θεός ὃμως διαφορετικά εἶχε ἀποφασίσει γιά τόν Μωϋσῆ.
Βεβαίως ἡ ὑψηλή υἱοθεσία τῆς κόρης τοῦ Φαραώ Ραμσῆ τοῦ Β’, τῆς ὁποίας ἀξιώθηκε νά ὀνομάζεται γυιός, δέν ἀνέπαυε τήν ψυχή του, ἐν ὃσῳ ἒβλεπε τούς ὁμογενεῖς ἀδελφούς του να βρίσκονται ταλαιπωρημένοι καί κατησχυμμένοι κάτω ἀπό τήν τυραννία τῶν Αἰγυπτίων. Διότι ὁ Μωϋσῆς γνώριζε πολύ καλά ἀπό τήν μητέρα του ὃτι ἀνῆκε στό γένος τῶν Ἑβραίων καί ἐνδόμυχα πίστευε στόν Θεό τῶν πατέρων του.
Σαράντα χρονῶν λοιπόν ἀπεκάλυψε ὃλο τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του καί ἒλαβε τήν μεγάλη ἀπόφαση νά ἐγκατελείψει τά βασίλεια, νά θυσιάσει ὃλη τήν ἐγκόσμια δόξα καί νά βαδίσει πρός τούς ἀδελφούς του. «Πίστει Μωσῆς μέγας γενόμενος» γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ˙ καί εἳλετο μᾶλλον συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ, ἢ πρόσκαιρον ἒχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν.» (Πρός Ἑβρ. ια’ 24-26). Ὁ Μωϋσῆς λοιπόν, ὁ σοφός, ὁ ἰσχυρός, ὁ ἐπιβλητικός κατά τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση καί «μέγας γενόμενος» στούς ἀδελφούς του, ἀνέλαβε τήν φανερή πλέον ὑπεράσπιση τῶν ὁμοεθνῶν του, οἱ ὁποῖοι ὑπερέβαιναν τά δύο ἑκατομμύρια. Καί κάποια ἡμέρα, ὃταν εἶδε ἓναν Αἰγύπτιο νά κτυπᾶ ἀλύπητα κάποιον Ἑβραῖο, τόν κατέλαβε θεϊκός ζῆλος καί μ’ ἓνα κτύπημα ἒρριξε τόν Αἰγύπτιο κάτω νεκρό.
Φυσικά ὃλα αὐτά τά συμβάντα τόν ἒφεραν ἀντιμέτωπο μέ τόν Φαραώ. Ὃμως ὁ Μωϋσῆς ἒπρεπε νά δώσει τέλος στήν καταπίεση, πού ἐμπόδιζε τόν ἰσραηλιτικό λαό νά λατρεύσει τόν Θεό, τόν ὁποῖο δέν ἢθελε ὁ Φαραώ νά ἀναγνωρίσει. Τότε ἒλαβε ἂνωθεν ἐντολή νά ἀναχωρήσει στήν ἒρημο. Μετά ἀπό κοπιώδη πορεία 350 χιλιομέτρων, ὁδηγήθηκε ἀπό τόν Θεό στήν ἒρημο τοῦ Ὂρους Σινᾶ. Ἐγκαταστάθηκε στήν γῆ Μαδιάμ καί στό φρέαρ, πού περικλείεται σήμερα στήν Μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, προστάτευσε τίς ἑπτά κόρες τοῦ ἱερέως Ἰοθόρ, ἀπό τίς ὁποῖες ἀργότερα νυμφεύθηκε τήν Σεπφώρα καί ἀπέκτησε δύο γυιούς.
Βεβαίως ἡ πολύχρονη παραμονή του στήν ἒρημο παραμένει ἓνα μυστήριο. Ἐκεῖ μέσα στήν ἀπόλυτη γαλήνη τῆς ἐρήμου ἀπέβλεπε στήν ἐσωτερική προετοιμασία του γιά τό μεγάλο ἒργο, γιά τό ὁποῖο ὁ Θεός τόν προόριζε. Ἐπεδίωκε ν’ ἀνυψωθεῖ πρός τά οὐράνια, νά κατακτήσει τήν τελειότητα, νά φιλοσοφήσει στά ἐκτός τοῦ κόσμου, νά ὠθήσει τόν νοῦν του πρός τόν Ὓψιστο, νά γίνει «νοῦς ὁρῶν τόν Θεόν», κατά τόν ὑμνογράφον. Καί ὃταν πλέον πέρασαν 40 ὁλόκληρα χρόνια καί λαμπρύνθηκαν τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί καταυγάσθηκε ἡ διάνοιά του, τότε καί ὁ Θεός ἦλθε κοντά του καί τοῦ ἐμφανίσθηκε μ’ ἓναν ἐξαίσιο τρόπο, σέ μία βάτο φλεγομένη ἀλλ’ οὐ κατακαιομένη.
Καί εὐθύς ἀμέσως ἂκουσε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τοῦ ἀπεκάλυπτε τό ὑψηλο καί ἃγιο ὂνομά Του λέγοντάς του: «ἐγώ εἰμί ὁ ΩΝ». Τόν καλοῦσε ἐπίσης νά ἐπιστρέψει στήν Αἲγυπτο γιά νά ἐλευθερώσει τόν ἰσραηλητικό λαό ἀπό τόν ζυγό τῶν Αἰγυπτίων καί νά τόν ὁδηγήσει στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, ἀφοῦ πρῶτα τόν φέρει στό Ὂρος Σινᾶ πρός προσκύνησιν τοῦ Θεοῦ. Φόβος ἱερός γέμισε τήν ψυχή του καί μέ βαθειά ταπείνωση προσπάθησε νά ἀποδείξει τόν ἑαυτό του ἀκατάλληλο γι’ αὐτό τό μεγάλο ἒργο. Ἒλαβε τότε τήν διαβεβαίωση ἀπό τόν Θεό ὃτι θά εἶναι πάντοτε μαζί του καί ποτέ δέν θά στερηθεῖ τήν βοήθειά Του, ἐάν βέβαια ὑπακούει καί τηρεῖ τίς ἐντολές Του. Καί ἐπιπλέον τοῦ ὑποσχέθηκε ὃτι θά τοῦ χάριζε δύναμη θαυματουργική, ὣστε νά ἐκτελεῖ ἒργα θαυμαστά καί ὑπεράνθρωπα. Θωρακισμένος λοιπόν ὁ ἐκλεκτός δοῦλος τοῦ Θεοῦ μέ τήν θεϊκή πανοπλία ἐπέστρεψε στήν Αἲγυπτο, ὀγδόντα ἐτῶν γέροντας γιά νά ἐκτελέσει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ.
Μέ ἀκράδαντη πίστη καί μεγάλο θάρρος, ὁ Μωϋσῆς παρουσιάσθηκε στόν νέο Φαραώ, πιθανόν τόν Ἀμένωφι τόν Β ’(1461-1436 π.Χ.) καί τοῦ ζήτησε, κατ’ ἀρχήν εἰρηνικά, νά ἐπιτρέψει τήν ὁλοκληρωτική ἒξοδο τῶν Ἑβραίων. Ὁ Φαραώ φυσικά ἀρνήθηκε, διότι ἡ ἀναχώρησή τους θα στεροῦσε τήν Αἲγυπτο ἀπό τόσες μυριάδες ἐργατικά χέρια. Τότε ὁ Μωϋσῆς τέλεσε σημεῖα καί τέρατα καί ἐπέβαλε στούς Αἰγυπτίους τίς δέκα φοβερές πληγές. Τήν στιγμή τῆς τελευταίας πληγῆς, ὃταν οἱ Ἑβραῖοι τελοῦσαν τό πρῶτο Πάσχα κάτω ἀπό τίς διαταγές τοῦ προφήτου, στήν ψυχή τοῦ ὁποίου εἰσῆλθε ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἒντρομος ὁ Φαραώ ἒδωσε τήν ἂδεια τῆς ἀναχωρήσεως.
Ἒτσι ὁ Μωϋσῆς ὡς ἀρχηγός καί ἐλευθερωτής τοῦ ἰσραηλητικοῦ λαοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τήν Αἲγυπτο, παίρνοντας μαζί του ὃλον τόν λαό. Διέσχισαν τήν Ἐρυθρά θάλασσα μέ θαυμαστό τρόπο, ὃταν μέ τήν ράβδο του «Σταυρόν χαράξας Μωσῆς, τήν Ἐρυθράν διέτεμε» καί μετά ἀπό τρίμηνη πορεία στρατοπέδευσαν στίς ὑπώρειες τοῦ Ὂρους Σινᾶ. Τήν Τρίτη ὃμως ἡμέρα συνέβη ἓνα μεγάλο καί κοσμοϊστορικό γεγονός.«Τό ὂρος τό Σινᾶ ἐκαπνίζετο ὃλον διά τό καταβεβηκέναι ἐπ’ αὐτό τόν Θεόν ἐν πυρί.» (Ἐξ. 19’-18). Τότε ὁ Μωϋσῆς μέ φόβο καί τρόμο τόλμησε ν’ ἀνέλθει στό ὂρος, νά προχωρήσει μέσα στούς καπνούς καί νά εἰσχωρήσει μέσα στό ἂδυτο τῆς θείας μυσταγωγίας. Διότι ἐκεῖ ὁ Θεός κατέβηκε μέσα σέ πυκνή νεφέλη, μέ βροντές καί ἢχους σαλπίγγων καί συνομίλησε μέ τόν Μωϋσῆ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἲ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἐξ. ΛΓ’ 11). Ἐκεῖ ὁ Θεός περιέβαλε τόν Θεόπτη μέ τήν θεία δόξα Του. Τοῦ παρέδωσε τίς θεοχάρακτες πλάκες μέ τίς δέκα ἐντολές καί ὃλη τήν ἱερά Νομοθεσία Του καί ὁ Μωϋσῆς, ὡς μεσίτης, ἐπανέφερε τόν σύνδεσμο μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λαοῦ Του.
Ὁ Θεόπτης καί νομοθέτης Μωϋσῆς σαράντα ἡμέρες καί σαράντα νύκτες ἒζησε τήν ἀΐδιο ἐκείνη ζωή μέσα στόν γνόφο καί εἶχε πιά σχεδόν βγεῖ ἒξω ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί τόσο πολύ δοξάσθηκε ἀπό τόν Θεό, ὣστε ὃταν κατέβαινε ἀπό τό ὂρος κρατώντας τίς πλάκες, κάλυψε τό πρόσωπό του, γιατί ἦταν ἀδύνατη ἡ θέα του ἀπό τήν ὑπερβολική λάμψη.
Μετά ἀπό παραμονή ἑνός ἒτους στό ὂρος Σινᾶ, οἱ Ἑβραῖοι ἐξακολούθησαν τήν πορεία τους πρός τήν γῆ Χαναάν, ἀλλ’ ἐξαιτίας τῆς δυσπιστίας τους περιπλανήθηκαν 40 χρόνια μέσα στήν ἒρημο. Τά ἐμπόδια κατά τήν πορεία τους ἦταν ἀνυπέρβλητα καί ἱκανά νά λυγίσουν καί τόν ἱκανώτερο ἡγέτη. Ὁ Μωϋσῆς ὃμως κατεύθυνε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τόν ἀχάριστο καί γογγυστή λαό, ἐκτελώντας θαυμαστά ἒργα. Καί τήν μέν ἡμέρα τόν σκίαζε μέ νεφέλη, τήν δέ νύκτα τόν φώτιζε μέ στήλη φωτός. Τόν ἒθρεψε μέ τό μάννα καί τόν πότισε νερό ἀπό τήν πέτρα.
Ἀξιοθαύμαστος ἐπίσης ἦταν καί γιά τό πλῆθος τῶν ἀρετῶν, τίς ὁποῖες ἐπέδειξε σέ ὃλο τόν βίο του. Μερικές ἀπό αὐτές ἦταν ἡ ἀπόλυτη ἀφοσίωση στόν Θεό, ἡ πραότητα, ἡ αὐταπάρνηση, ἡ γενναιότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ ἀνεξικακία, ἡ ταπείνωση.
Ὁ προφήτης Μωϋσῆς προανήγγειλε τήν ἒλευση τοῦ Σωτῆρος. Ἀξιώθηκε δέ νά σταθεῖ δίπλα Του στήν Θεία Μεταμόρφωση. Εἶχε ἀκόμη καί τό ποιητικό τάλαντο. Στόν οὐρανό οἱ «νικῶντες» θά «ᾂδουσι τήν ᾠδήν τοῦ Μωϋσέως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ καί τήν ᾠδήν τοῦ ἀρνίου» (Ἀπ. 15’-3), πού ὁ Μωϋσῆς προετύπωσε.
Ὁ Ἃγιος προφήτης ἀνέβηκε στήν κορυφή τοῦ ὂρους Νεβώ, ἀντίκρυσε ἀπό μακρυά τήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας καί παρέδωσε τό πνεῦμα του σέ ἡλικία 120 ἐτῶν, ἀφοῦ πρῶτα ἒψαλλε τό κύκνειο ἆσμα του.
Ἡ μνήμη τοῦ Θεόπτου Μωϋσέως τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία τήν 4η Σεπτεμβρίου καθώς καί κατά τήν Κυριακή τῶν Προπατόρων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περί ἀρετῆς ἢτοι εἰς τόν βίον τοῦ Μωϋσέως, Λόγοι Α’καί Β’, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 147-333.
2. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Μ. ΒΕΛΛΑ, Θρησκευτικαί προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Α’ Μωϋσῆς, Ἐν Ἀθήναις 1934, σελ. 4-39.
3. Λεξικόν τῶν Ἁγίων Γραφῶν, ὑπό Γ. Κωνσταντίνου, λῆμμα «Μωϋσῆς», ἐν Ἀθήναις 1888, σελ. 655-662.
4. Εὐγενίου τοῦ Βουλγάρεως, Ἀδολεσχία Φιλόθεος, ἐν Ἱεροσολύμοις, ΑΩΝΗ, Τόμος Α’, Μέρος Β’, Ἐκ τῆς Ἐξόδου.
5. Περιοδικόν ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ ὑπό τήν διεύθυνσιν Μιχαήλ Ι. Γαλανοῦ, «Ο ΜΩΫΣΗΣ» (αρχ. Χριστοφ. Ε. Ἰγγλέση), Ἒτος ΙΑ’ 1898, ἀρ. φυλ. 9-32.
6. Κωνσταντίνου Ν. Παπαμιχαλοπούλου, Η ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΣΙΝΑ, «Ο ΘΕΟΠΤΗΣ ΜΩΫΣΗΣ», Ἀθῆναι ΑϠΛΒ’, σελ. 63-80.
7. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Ι. ΓΚΙΑΛΑ, Βιβλικαί μορφαί, «Ο ΜΩΫΣΗΣ», ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Η ΖΩΗ», ΑΘΗΝΑΙ 1957.
8. ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Φιλοσοφικαί μελέται περί Χριστιανισμοῦ, ΜΩΫΣΗΣ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1910, σελ. 198.
9. ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ «ΠΥΡΣΟΣ», Τόμος 17ος , ΑΘΗΝΑΙ 1931, λῆμμα «Μωϋσῆς», σελ. 965.
10. Γεωργίου Π. Σωτηρίου, Προφῆτες καί προφητεῖες, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2008, Προφητεῖες τοῦ Μωϋσέως, σελ. 40-42.
11. Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Τόμος Θ’, Ἒκδοσις Β’, Ἀθῆναι 1963, σελ. 129-137.