Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Α’ πατριάρχη Κων/πόλεως

Εκτύπωση

 

 

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Α’ πατριάρχης Κων/πόλεως

 
 
 
Στα χρόνια τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου (1282-1328μ.Χ.) εὐδόκησε ὁ Θεός ν’ἀναδείξει ἕνα λαμπρότατο φωστήρα στον θρόνο τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, την Κων/πολη, τον ὅσιο θεοφόρο πατέρα μας Ἀθανάσιο Α’ πατριάρχη Κων/πολεως.

 

 Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος κατά κόσμον Ἀλέξιος, γεννήθηκε στήν Ἀδριανούπολη και ὄχι στήν Ἀνδρούσα τῆς Πελοποννήσου, ὅπως λανθασμένα ὁρισμένοι ὑποστηρίζουν, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1230-1235 μ.Χ., ἀπό θεοσεβεῖς γονεῖς τόν Γεώργιο και την Εὐφροσύνη. Μικρός τήν ἡλικία, ἄν καί στερήθηκε τόν πατέρα του, παρουσίαζε ἐνδείξεις ἐναρέτου ζωῆς. Ἀπέφευγε τίς παιδικές ἐνασχολήσεις καί ξεχώριζε μεταξύ τῶν  συνομηλίκων του γιά τήν ὥριμη σκέψη του. Ἀγαπούσε τήν μελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καί κυρίως τῶν βίων τῶν ἁγίων. Ἰδιαίτερα ὅμως τόν συγκινοῦσε ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἀλυπίου τοῦ Κιονίτου, ἐπίσης ὀρφανοῦ ὄπως ὁ ἴδιος, ὥστε πόθησε φλογερά ν’ἀφιερωθεῖ στόν Χριστό καί νά σηκώσει τόν «χρηστόν ζυγόν» τῆς μοναχικῆς πολιτείας.
 
 Δωδεκάχρονο παιδί ἀκόμη, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί προπάντων τήν ἀγαπημένη χήρα μητέρα του, θλιμμένη, καί κατέφυγε σέ μία πλούσια Μονή τῆς πόλεως Θεσ/νίκης, ὅπου ἔγινε ρασοφόρος μοναχός με το ὄνομα Ἀκάκιος. Φλεγόμενος ὅμως γιά ὐψηλότερες πνευματικές ἀνατάσεις, προτίμησε τή σκληρή ζωή στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ἔφθασε στό «Περιβόλι τῆς Παναγίας » περιόδευσε στίς Ἱερές Μονές καί συνάντησε πολλούς ἐνάρετους μοναχούς. Ἡ ἀγνή, διψασμένη ψυχή του κατώρθωσε ν’ἀποθησαυρίσει μέσα της, σάν μέλισσα, τό νέκταρ τῆς σοφίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Με αὐτό τό πολύτιμο ἐφόδιο ἐγκαταβίωσε στην Ἱερά Μονή Ἐσφιγμένου, στην ὁποία διακόνησε ἀρχικά ὠς τραπεζάρης καί ἔπειτα ὡς μάγειρας.
 
Τί μπορούσε κανείς νά πρωτοθαυμάσει στόν ἁγιασμένο νέο μοναχό; Την ὁλοκληρωτική αὐταπάρνηση, τή βαθειά ταπεινοφροσύνη ἤ τήν τέλεια ὐπακοή; Τρία χρόνια στό κοινόβιο αὐτό στάθηκαν ἀρκετά γιά νά κατακτήσει τά ὐψηλά μέτρα τῆς ἀπάθειας. Σ’αὐτό τό διάστημα, ὁ τρισμακάριος ἀγωνίσθηκε σκληρά, προξενώντας τόν θαυμασμό τῶν ἐκεῖ μοναχῶν. Δέν εἶχε οὔτε κελλί, οὔτε κρεββάτι, οὔτε ἔστω μία ψάθα γιά ν’ἀναπαυθεῖ. Γευόταν, ὄρθιος, τά ἐλάχιστα περισσεύματα τῆς τραπέζης καί ἦταν μονοχίτων καί ἀνυπόδητος.
 
 Φοβούμενος τή δόξα τῶν ἀνθρώπων ἀναχώρησε ἀπό ἐκεῖ καί ἐπισκέφθηκε τους Ἁγίους Τόπους, τίς μονές τοῦ ὄρους Λάτρου καί Αὐξεντίου καθώς καί τό Γαλήσιο ὄρος ὅπου ἀξιώθηκε τοῦ Μεγάλου Ἀγγελικοῦ Σχήματος καί μετωνομάσθηκε Ἀθανάσιος. Ὤριμος πλέον καί πεπειραμένος μοναχός χειροτονήθηκε, παρά τήν θέλησή του, διάκονος, πρεσβύτερος καί ἔγινε τυπικάρης καί ἐκκλησιάρχης. Ὡς ἐπιβράβευση τῆς ἀγγελικῆς καθαρότητος τοῦ βίου τοῦ ἀξιώθηκε ν’ακούσει ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τήν γλυκύτατη θεία φωνή νά τοῦ λέγει: «Επειδή με ἀγαπᾶς Ἁθανάσιε, θέλεις μοι ποιμάνει λαόν περιούσιον».
 
 Ὁ ἐραστής ὅμως τῆς ἡσυχίας ἐγκατέλειψε καί αὐτό το Γαλήσιο ὄρος καί ἐπέστρεψε τό ἔτος 1278μ.Χ. , κατά τό ὁποίο ὑπογράφηκε ἡ ἑνωση τῶνἘκκλησιῶν, Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς – εἶχε ἤδη φθάσει καί στόν Ἱερό Ἄθωνα τό κῦμα τῶν διωγμῶν, πού εἶχαν ἐξαπλωθεῖ ἀπό τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο (1259-1282) καί τόν ὀμόφρονά του πατριάρχη Κων/πολεως Ἰωάννη ΙΑ’ Βέκκο (1275-1282μ.Χ.).
 
 Τότε ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος κατέφυγε στό ὄρος Γάνος, ὅπου παρέμεινε δεκατρία χρόνια (1275-1288μ.Χ.). Ἵδρυσε ἐκεῖ δύο μοναστήρια, ἐνῶ ταυτόχρονα δίδασκε στά συρρέοντα πλήθη τῶν πιστῶν τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀποκρούοντας τά δόγματα τῶν λατινοφρόνων. Ἀπεσταλμένος ὅμως τοῦ φιλενωτικοῦ ἐπισκόπου Γάνου συνέλαβε τόν Ἅγιο καί ἀφοῦ τόν μαστίγωσε, ἀναγκάζοντάς τόν νά δεχθεῖ τήν προδοτική ἕνωση τῆς Λυών, τόν ὁδήγησε στόν αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η’. Ὁ μακάριος Ἀθανάσιος ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος ὐπερασπίσθηκε μέ ἀκατάβλητο θάρρος τά δόγματα καί τίς παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πληρώνοντας ὅμως τήν ἀνθενωτική στάση τού μέ σκληρές τιμωρίες.
 
 Στό μεταξύ τό ἔτος 1285μ.Χ. ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος στή σύνοδο τῶν Βλαχερνῶν ὅπου τοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά γνωρισθεῖ μέ τόν νέο αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β΄. Ἡ ἀγγελοειδής  μορφή καθώς καί οί κρυστάλλινες ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου ἐντυπωσίασαν τόσο πολύ τόν αὐτοκράτορα, ὥστε ἐγκατέστησε τόν Ἅγιο στό μοναστήρι τοῦ Ξηρολόφου, στά Ὑψωμάθεια τῆς Κων/πολεως.
 
Παρά τό γεγονός, ὅτι ὁ νέος αὐτοκράτορας κράτησε καθαρά φιλορθόδοξη στάση, ἀπορρίπτοντας τήν ἕνωση τῆς Λυών καί ἀποφεύγοντας κάθε ὑποχώρηση στήν παπική ἐκκλησία, ἔριδες μεταξύ ἑνωτικῶν καί ἀνθενωτικῶν ταλάνιζαν τήν αὐτοκρατορία. Στήν κρίσιμη ἐκείνη κατάσταση τά ταλαιπωρημένα μά ὑγιῆ ἀνθενωτικά ποίμνια ἀναζητούσαν ἔναν θεοφόρο ὑπερασπιστή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ δέ αὐτοκράτορας ἐξέλεξε τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο ὡς τόν πλέον κατάλληλο νά ἐπωμισθεῖ το βαρύ φορτίο τῆς ἐμπερίστατης Ἐκκλησίας. Πράγματι, τήν 14η Ὀκτωβρίου τοῦ 1289μ.Χ. ἔγινε, παρά τήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, ἡ τελετή τῆς ἐνθρόνισής τού στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας.
 
 Ὁ Ἅγιος ἀναλαμβάνοντας τά καθήκοντα τοῦ Πατριάρχη ἀντιλήφθηκε ὅτι ἔπρεπε νά ἡγηθεῖ ἑνός δύσκολου πνευματικοῦ ἀγώνα, διότι εἶδε μέ πόνο τήν ἠθική ἐξάχρείωση κλήρου καί λαοῦ. Ἔκρινε λοιπόν πώς ὁ μοναδικός δρόμος πού θά ἔσωζε τήν Ἐκκλησία καί τήν αὐτοκρατορία ἦταν ἡ μετάνοια καί ἡ αὐστηρη τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος, ἐξάλλου, χωρίς ν’ἀμβλύνει οὔτε στό ἐλάχιστο τήν αὐστηρότητα τοῦ μοναχικοὐ βίου του, ἀκολούθησε τά ἴχνη τῶν μεγάλων Ἁγίων Πατριαρχῶν καί σάν ἄλλος Ἱερός Χρυσόστομος ἐπεδίωξε τήν κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας. Διότι, ἐκείνη τήν ἐποχή, πολλοί ἀρχιερεῖς, ἐπιλήσμονες ὅμως τῆς ὑψηλῆς ἀποστολῆς τους, εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς ἐπαρχίες τους και εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στήν Βασιλεύουσα «διά σχίσματα, συμπόσια και ταραχάς». Ἐπίσης πολλοί ἀκατάστατοι μοναχοί περιφέρονταν ἔξω ἀπό τήν μονή τῆς μετανοίας τους.
 
 Ὁ Ἅγιος πατριάρχης μπροστά σέ αὐτή τήν κατάσταση δέν περιορίστηκε μόνο σέ προτροπές, αλλά προχώρησε σέ ἐλέγχους καί ἐπιτίμια πρός ἐκείνους. Ἀντί ὅμως ἐκεῖνοι νά συμμορφωθοῦν, ὅπως ὄφειλαν στίς ὑποδείξεις του, συσπειρώθηκαν γύρω ἀπό πολιτικούς ἄρχοντες καί ζήτησαν ἀπό τόν αὐτοκράτορα τήν ἀντικατάστασή του μέ ἄλλον «συγκαταβατικότερον»! Καί ό αὐτοκράτορας, παρότι ἔτρεφε σεβασμό καί ἐκτίμηση στό πρόσωπο τού Ἁγίου, ὑποχώρησε στίς ἐπίμονες πιέσεις τῶν  ἀρχόντων καί ὑποχρέωσε τόν Ἅγιο νά ὑποβάλλει παραίτηση.
 
Πράγματι,ὁ Ἅγιος μετά από τετραετῆ κοπιώδη πατριαρχεία (1289-1293μ.Χ.) πῆρε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς γιά τό μοναστήρι τού Ξηρολόφου μέσα στό σκοτάδι τῆς νύκτας τῆς 16ης Ὀκτωβρίου 1293. Πρίν τήν παραίτησή τού ὅμως ὁ Ἅγιος ἔστειλε πρός τόν αὐτοκράτορα ἐπιστολή, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων ἔγραφε: «Ἐγώ βασιλεῦ κράτιστε, δεν ἀνέλαβον τήν προστασία καί φροντίδαν τῆς Ἐκκλησίας διά νά σιωπῶ καί παραβλέπω τά τῶν ἀνθρώπων σφάλματα, ἀλλά διά νά τούς ἐλέγχω καί διορθώνονται…Ἐπειδή μέ διώκουσιν ἀδίκως, ποιῶ καί ἐγώ τοῦ θρόνου παραίτησιν λέγων κλήρῳ ἀνυποτάκτῳ καί λαῳ ἀπειθεῖ ἀποτάσσομαι, δεόμενος τοῦ Θεοῦ νά σᾶς κυβερνήσει πρός τό συμφέρον σάς, καθώς γινώσκει …».Δέκα χρόνια ἀργότερα τήν 23ην Ἰουνίου 1303μ.Χ., ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β΄ ἔφθασε στό μοναστήρι τοῦ Ξηρολόφου καί παρεκάλεσε τόν Ἅγιο νά ἐπανέλθει στόν Πατριαρχικό θρόνο. Καί ὁ ἕτοιμος γιά ὁποιαδήποτε θυσία ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας, Ἅγιος Ἀθανάσιος ἄφησε τήν ἡσυχία καί ἀνέλαβε γιά δεύτερη φορά τά ποιμαντικά τού καθήκοντα.  
 
 Ἔτσι λοιπόν τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1304μ.Χ. ὁ πατριάρχης Ἀθανάσιος ἐξέδωσε, μέ σύνοδο εἰκοσιένα ἀρχιερέων τήν «Νεαράν» ἡ ὁποία περιέχει μιά σειρά πειθαρχικῶν μέτρων καί ἀποβλέπει στήν διόρθωση τῶν ἠθῶν. Ἐπίσης σάν ἀληθινός πατέρας μερίμνησε γιά τούς ἀναξιοπαθοῦντας, τίς χῆρες, τά ὀρφανά καί τούς πτωχούς. Διοργάνωσε συσσίτια, διότι ἐκείνη τήν ἐποχή ἡ πείνα θέριζε τούς κατοίκους τῆς Κων/πολεως.  
 
 Καί ἐνῶ ὀ Ἅγιος ἀγωνιζόταν μέ ζῆλο νά ἐπιλύσει τά πολλαπλά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας καί νά τήν διαφυλάξει ἀπό τούς αἰρετικούς, οἱ ἐχθροί του - κληρικοί ὅλων τῶν βαθμίδων, μέ ἐπικεφαλῆς κάποιον Ἰάκωβο, πού ἐποφθαλμιοῦσε τόν θρόνο -κατέβαλαν προσπάθειες ν’ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν παρουσία του. Γιά τόν σκοπό αὐτό, δέν δίστασαν νά ἐκτοξεύσουν εἰς βάρος του, συκοφαντικές κατηγορίες. Τόν διέβαλαν ἀρχικά γιά τό ἦθος καί τή ζωή του καί ὅταν ἀπέτυχαν τόν κατηγόρησαν ὡς εἰκονοκλάστη και ἐν συνεχεία, τον συκοφάντησαν ὅτι χειροτονεῖ ἐπί χρήμασι. Και ἐπειδή οἱ προσπάθειές τούς δέν ἐφεραν τό ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα, ζωγράφισαν σέ εἰκόνα τόν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β’ νά ἔχει χαλινό στό στόμα του καί νά σύρεται, σάν ὑποζύγιο, ἀπό τόν πατριάρχη Ἅγιο Ἀθανάσιο.
 
 Ἔξι ολόκληρα σκληρά χρόνια διήρκεσε αὐτός ὀ ἀγώνας καί ὁ πατριάρχης παρέμενε ἀκοίμητος φρουρός στήν ἔπαλξη, πού ό Θεός τόν τοποθέτησε. Τελικά, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1309 μ. Χ. μετά ἀπό 10 συνολικά ἔτη ἀρχιερατικῆς διακονίας στήν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παραιτήθηκε ὁριστικά ἀπό τόν ἐπίζηλο πατριαρχικό θρόνο τῆς Κων/πόλεως καθώς καί ἀπό τίς πλεκτάνες, τίς δολοπλοκίες καί τά σκάνδαλα πού εἶναι συνυφασμένα μέ αὐτόν. Ἀναζήτησε τήν εἰρήνη στό μοναστήρι του, ὅπου ἔφθασε μέσω τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς σέ ὑψηλές πνευματικές θεωρίες καί ἀποκαλύψεις.
 
 Πρίν ἀναχωρήσει γιά τά οὐράνια σκηνώματα ἄφησε ὠς διαθήκη στούς μαθητές του τήν παράκληση, νά ἀποκτήσουν τίς τρεῖς κεφαλειώδεις ἀρετές: τήν ταπεινοφροσύνη, τήν αγάπη καί τήν ἐλεημοσύνη διά τῆς συνεχοῦς ἀσκήσεως καί ἐγκρατείας. Κοιμήθηκε πλήρης ἡμερῶν σέ ἠλικία 100 ἐτῶν. Ἀξιώθηκε καί μετά θάνατον νά ἐπιτελεῖ θαύματα, τό δε ἱερό σκήνωμα τοῦ ἀνθενωτικοῦ πατριάρχη Ἀθανασίου Α’ παρέμεινε ἄφθαρτο καί φυλάσσεται στόν ἱστορικό Ναό τοῦ Ἁγίου Ζαχαρία στήν Βενετία! Τμήματα τού τιμίου λειψάνου ὑπάρχουν σέ Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους (Παντοκράτορος καί Ἐσφιγμένου) καί στήν Ἀνδρούσα Μεσσηνίας, ὅπου καί τιμᾶται ὡς πολιοῦχος τής.
 
 Καταστάλαγμα τῆς πνευματικῆς συκγρότησής τού ὑπῆρξαν οί ἐπιστολές τού πρός τόν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Β’ καί ἀλλους λογίους, οί ὁποίες ἀποδεικνύουν «τοῦτον ἄνδρα λόγιον καί ἐγκρατῆ τοῦ ἕλληνος λόγου»1.
 Εἶναι ἐπίσης, ἀξιοσημείωτο, ὅτι ὁ Ἅγιος Άθανάσιος θεωρεῖται πρόδρομος τοῦ ἡσυχαστικού κινήματος.
 
 Ἡ Όρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ ἀοιδίμου Ἀθανασίου Α’ πατριάρχου Κων/πόλεως τήν 28η  Ὀκτωβρίου.
 
 ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
 
1.      Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια: Α. Μαρτίνου Τόμος 1ος, στ. 517-518.
2.      Ἀθανασίου Δ. Κατζιγκᾶ (πρωτοπρεσβυτέρου) : Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Α’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Α’ἔκδοση. Ἐκδόσεις PRINTINGHOUSE , Θεσ/νικη 2008.
3.      Μ. Ι. Γεδεών: Πατριαρχικοί Πίνακες Ἐν Κωνσταντινουπόλει, σελ. 402-411
4.      ΡΑΛΛΗ καί ΠΟΤΛΗ: Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων Τόμος 5ος, σελ. 124-126, Ἀθήνησιν 1855
5.      Μελετίου: Ἐκκλησιαστική Ἱστορία: Τόμος Γ’. σελ. 153-155 ἐν Βιέννη 1784
6.      Μωϋσέως Μοναχοῦ Ἁγιορείτου: Οἰ Ἅγιοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους,  Α’ ἔκδοση, Ἐκδόσεις Μυγδονία 2008, σελ. 239
7.      Γερασίμου Ναξίου. «Βίος καί πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἠμῶν Ἀθανασίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» Ἁγιορείτικη Βιβλιοθήκη ὑπό Σωτ. Ν. Σχοινᾶ, ἐν Βόλω 1950, σελ. 131-141
8.      Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: Βίκτωρος Ματθαίου Ἔκδόσις Β’, Ἀθῆναι 1964, Τόμος Ι, σελ. 628-639
9.      Περιοδικόν «Βοανεργές» Ἔκδόσις Ι. Μ. Ἐσφιγμένου ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ Τεύχος 3ον ἔτος 2002, σελ. 14-21
10.    Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου: Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Κων/πόλεως, Ἐκδόσεις «Ὀρθοδόξου Τύπου» Ἀθῆναι 1998.
11.    ΕΛΛΑΔΑ- Ἱστορία καί Πολιτισμός. ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ, Τόμος 4ος Ἐκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία 1995, σελ. 65
12.    Migne P.G. Τόμος 142, Νικηφόρου τοῦ Βλεμμίδου PARISIIS 1885 σελ. 471-513