Συναξάρι τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας

Εκτύπωση

  

 

 

Ἡ Ἁγία Μεγαλομάρτυς Εὐφημία

  

 

Μέσα στήν ἀναρίθμητη στρατιά τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας συγκαταλέγονται καί «αἱ πανεύφημοι Νύμφαι τοῦ Χριστοῦ», οἱ ὁποῖες καθώς ὁ ὑμνωδός ψάλλει, πρόσφεραν τό αἷμα τους «ὡς ἀλάβαστρον μύρου τῷ Νυμφίῳ Χριστῷ». Μεταξύ αὐτῶν διακρίνεται ἡ Ἁγία Εὐφημία, ἡ ὁποία ἀναδείχθηκε ἀληθινή ἡρωίδα, ὂχι ἀσφαλῶς ἀπό τήν σωματική δύναμή της ἀλλά ἀπό τό ἀνδρεῖο φρόνημά της, τό ἀκατάβλητο θάρρος της καί κυρίως ἀπό τήν φλογερή πίστη καί τήν θερμή ἀγάπη της πρός τόν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν.

 
Ἒζησε στούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Τήν ἐποχή ἐκείνη ξέσπασε ἂγριος διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν καί ἀπειλητικά αὐτοκρατορικά διατάγματα ἒφθασαν καί στήν Χαλκηδόνα, τήν γενέτειρα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. (Ἡ Χαλκηδόνα, ἡ μικρασιατική αὐτή ἀρχαία πόλις, βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, τῆς ὁποίας σήμερα ἀποτελεῖ προάστιο μέ τό ὂνομα Καδήκιοϊ. Ἐπίσης πολύ σύντομα ἒγινε γνωστή σέ ὃλον τόν εἰδωλολατρικό κόσμο χάρη στό ἐκεῖ περίφημο Μαντεῖο τοῦ Ἀπόλλωνα. Ὡστόσο πολύ νωρίς ἂνοιξε διάπλατα τίς πύλες της στό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀναδείχθηκε μία φωτεινή ἑστία τοῦ Χριστιανισμοῦ.)
 
Ἡ σεμνή Εὐφημία, ἡ μονάκριβη κόρη τοῦ συγκλητικοῦ Φιλόφρονα καί τῆς Θεοδωρησιανῆς ἢ Θεοδοσιανῆς ἀποτελοῦσε ἀνεκτίμητο θησαυρό γιά τήν ἐκκλησία τῆς Χαλκηδόνας. Χωρίς νά διαφθαρεῖ ἀπό τήν νεότητα, τίς ἀνέσεις, τόν πλοῦτο καί τήν δόξα πού συνόδευαν τό ἀξίωμα τοῦ πατέρα της, ἀκολούθησε τό παράδειγμα τῆς εὐσεβοῦς μητέρας της καί ἀφιερώθηκε σέ ἒργα φιλανθρωπίας. Ἒτσι σκόρπιζε πρόθυμα τήν χαρά καί τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ σέ ὃλους, Χριστιανούς καί εἰδωλολάτρες.
 
Αὐτές οἱ δραστηριότητες, φυσικά, δέν ἦταν δυνατόν νά μείνουν ἀπαρατήρητες ἀπό τά ἂγρυπνα μάτια τῆς ρωμαϊκῆς ἐξουσίας. Φοβερό, λοιπόν, δίκτυο σέ ὃλη τήν Χαλκηδόνα ἀπό μεταμφιεσμένους στρατιῶτες ἂρχισε νά κατασκοπεύει ὂχι μόνο τήν πανεύφημη Εὐφημία ἀλλά καί τούς ὑπόλοιπους Χριστιανούς.
 
Ἀνθύπατος τότε τῆς Ἀσίας ἦταν ὁ Πρίσκος, ὁ ὁποῖος εἶχε συνεργάτη του τόν Ἀπελλιανό, τόν φιλόσοφο καί ἱερέα τοῦ ναοῦ τοῦ «θεοῦ τοῦ πολέμου» Ἂρη. Ὁ Πρίσκος, θέλοντας νά εὐαρεστήσει τόν Διοκλητιανό, κάλεσε τούς κατοίκους τῆς Χαλκηδόνας καί τῶν περιχώρων της, νά λάβουν μέρος, ὃλοι ἀνεξαιρέτως, στήν ἐτήσια γιορτή τοῦ «θεοῦ» Ἂρη καί νά προσφέρουν θυσία στό μεγαλόπρεπο ἂγαλμά του.
 
Οἱ Χριστιανοί, βέβαια, ἀρνήθηκαν νά πειθαρχήσουν στήν διαταγή. Γιά τόν λόγο αὐτό χωρίσθηκαν σέ ὁμάδες καί ἂλλοι κρύφθηκαν σέ σπίτια καί ἂλλοι κατέφυγαν σέ ἀπόκεντρα μέρη, προσευχόμενοι θερμά στόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης. Στήν κρίσιμη ἐκείνη ὣρα, ἡ παρθένος Εὐφημία μαζί μέ 49 ἂλλους Χριστιανούς κρύφθηκαν σέ μιά ὑπόγεια κρύπτη.
 
Ἡ νεαρή ἀριστοκράτισσα, ἂν καί γνώριζε ὃτι ἡ πορεία τῶν Χριστιανῶν ἦταν αἱματοβαμμένη στά χρόνια ἐκεῖνα τῶν διωγμῶν, πορεύθηκε συνειδητά τήν ἲδια ὁδό. Θεῖος ἒρωτας ἐνίσχυσε τήν ψυχή της, ὣστε νά περιφρονήσει τήν πρόσκαιρη ἐπίγεια ἀνάπαυση καί μέ ὑποδειγματική αὐταπάρνηση νά δώσει ἀποφασιστική μάχη μέ τό πολυκέφαλο θηρίο τῆς εἰδωλολατρίας. Γεμάτη ἀπό ζωτικότητα καί θερμή πίστη ἒγινε ἡ φλογερή ἀρχηγός τῆς ἱερῆς ὁμάδας της. Μετέδιδε μέ ἀξιοθαύμαστο ζῆλο τήν φλόγα τῆς πίστεώς της στίς καρδιές ὃλων, ἒδινε γενναιότητα ἀπό τήν ἀνδρεία της καί παρότρυνε ὃλους πρός τό μαρτύριο.
 
Ὃταν λίγο ἀργότερα ἀνακαλύφθηκε τό κρυσφήγετό τους καί ἡ Εὐφημία καθώς καί ἡ ὁμάδα της, ὁ «γενναῖος χορός» τῶν Χαλκηδονίων ὁδηγήθηκαν μπροστά στόν ἀνθύπατο, ὃλοι ὁμολόγησαν θαρρετά τόν Χριστό. Κανείς δέν ὑπεχώρησε, κανείς δέν δειλίασε, παραδειγματιζόμενοι ὃλοι ἀπό τήν ἀρχηγό τους, μολονότι ἐπί 19 ὁλόκληρες ἡμέρες συνεχῶς λάμβαναν πληγές ἐπάνω σέ ἂλλες πληγές καί ὑπέφεραν πόνους μέσα σέ φυλακές μέ ἀπάνθρωπες συνθῆκες. Παρ’ ὃλα αὐτά ἒνοιωθαν ἀπερίγραπτη πνευματική χαρά, γιατί ἀξιώθηκαν νά βασανισθοῦν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ Θεός δόξασε τούς δούλους του. Τήν εἰκοστή ἡμέρα, ὃταν οἱ μάρτυρες ὁδηγήθηκαν πάλι στόν τύραννο, οἱ πληγές τους ἦταν τελείως θεραπευμένες. Ἡ μορφή δέ τῆς πανεύφημης Εὐφημίας ἀκτινοβολοῦσε ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στόν καλλίνικο ἐκεῖνο στρατό.
 
Τά μάτια ὡστόσο τοῦ Πρίσκου ἦταν τυφλά μπροστά στό θαῦμα, γι’ αὐτό ξαναφυλάκισε τούς μάρτυρες μέχρι νά τούς παραπέμψει στόν αὐτοκράτορα. Ἀπομόνωσε δέ στό βῆμα του τήν Ἁγία, πιστεύοντας πώς θά κατόρθωνε νά κάμψει τό γενναῖο φρόνημά της. Μεταχειρίσθηκε ὃλα τά σκοτεινά τεχνάσματα. Ἡ Μάρτυς ὃμως ἒχοντας ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶπε θαρρετά: «Βλέποντας, δικαστή μου, μπροστά σου μιά γυναίκα, νομίζεις πώς θά μέ ἐξαπατήσεις. Θά δεῖς ὃμως ὃτι δέν εἶμαι, ὃπως νομίζεις, μπροστά στίς ἐνέδρες σου μιά ἀνίσχυρη γυναίκα.»
 
Πράγματι. Ὃταν ἡ Ἁγία δεμένη περιστρεφόταν ἐπάνω στό τρομερό ὂργανο τοῦ πόνου, τόν τροχό καί τά μέλη της συντρίβονταν καί τό αἷμα της πορφύρωνε τήν γῆ, παρέμεινε γαλήνια, γενναία μέ τό βλέμμα στραμμένο στόν οὐρανό, καθώς ὁ βιογράφος της Συμεών ὁ Μεταφραστής ἐξιστορεῖ.
 
Ἀκόμη καί ὁ ἀνθύπατος θαύμασε τήν ἀτσάλινη ἀντοχή της καί τῆς εἶπε: «Λυπήσου τήν καλλονή καί τήν νεότητά σου καί μή μέ ἀναγκάζεις νά σέ ὑποβάλλω σέ σκληρότερα βάσανα.» Ἀλλ΄ἐπειδή ἡ Ἀθληφόρος ἀψήφησε τίς ἀπειλές του, ἐκεῖνος γεμάτος ὀργή διέταξε νά ρίξουν τήν Ἁγία σέ ἀναμμένη κάμινο.
 
Οἱ δύο δήμιοι, ὃμως, ὁ Βίκτωρας καί ὁ Σωσθένης βλέποντας ἀγγέλους νά προστατεύουν τήν Μάρτυρα, ἀρνήθηκαν νά ἐκτελέσουν τήν προσταγή. Ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους στό Χριστό, μέ ἀποτέλεσμα νά παραδοθοῦν ἀπό τόν τύραννο στά θηρία καί οἱ ψυχές τους νά φτερουγίσουν στήν αἰώνια  μακαριότητα.
 
Τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας συνεχίσθηκε. Δύο σκληροί στρατιῶτες τήν ἒρριξαν στήν φωτιά. Ἒσχισαν τό πολύαθλο σῶμα της μέ πέτρες καί σίδερα αἰχμηρά. Τήν ἒρριξαν σέ μιά δεξαμενή γεμάτη ἀπό σαρκοβόρα θηρία. Τήν πρόσταξαν νά περάσει ἀπό λάκκο στρωμμένο μέ μυτερά σουβλιά καί σκεπασμένο μέ λίγο χῶμα. Ἐπιχείρησαν νά τήν πριονίσουν. Ὃσο ὃμως ἐκδηλωνόταν ἡ λυσσώδης κακία τῶν ὀργάνων τῆς Ρώμης, τόσο ἀνέβλυζε ὁ ἡρωϊσμός τῆς Ἁγίας. Πράγματι. Ὁ ἰσχυρός ἡγεμόνας εἶχεν νικηθεῖ ἀπό τήν νεαρή  Χριστιανή ἡρωίδα. Ὁ Παντοδύναμος Θεός διεφύλαττε τήν δούλη του ἀπ’ ὃλα αὐτά ὑγιή καί ἀκέραιη.
 
Ὁ ἀνθύπατος λοιπόν γιά νά τελειώσει μαζί της, διέταξε νά ρίξουν τήν Εὐφημία στό στάδιο γιά νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τέσσερα λιοντάρια καί τρεῖς ἀρκοῦδες. Ὡστόσο τά θηρία πλησίασαν μέ εὐλάβεια τήν μάρτυρα καί καταφιλοῦσαν τά πόδια της. Μία ὃμως ἀπό τίς ἀρκοῦδες δάγκωσε τήν Ἁγία καί ἡ ψυχή της Μεγαλομάρτυρος πέταξε στόν ποθούμενο Νυμφίο της Χριστό. Ἦταν τό ἒτος 303 μ.Χ.
 
Ἀμέσως ἀκούσθηκε οὐράνια φωνή, ἡ ὁποία καλοῦσε τήν Ἀθληφόρο στήν χαρά τοῦ Παραδείσου. Ταυτόχρονα ἒγινε μεγάλος σεισμός. Τότε οἱ γονεῖς της Ἁγίας ἒλαβαν τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ παιδιοῦ τους καί τό ἐνεταφίασαν μέ τά ἲδια τους τά χέρια, σ’ ἓνα τόπο κοντά στήν Χαλκηδόνα, χωρίς θρήνους, ἀλλά μέ εὐλάβεια καί τιμές. Ἐπάνω στόν τάφο τῆς Ἁγίας κτίσθηκε ἀργότερα μεγαλοπρεπής βασιλική. Ὁ Ἀστέριος Ἀμασείας (378-431 μ.Χ.) μᾶς διέσωσε τήν περιγραφή (ἒκφρασιν) μιᾶς εἰκόνας τῆς Ἁγίας, ἡ ὁποία παρουσίαζε ὃλο τό μαρτύριο τῆς Μεγαλομάρτυρος.
 
Πέρασαν 148 χρόνια ἀπό τό μαρτύριο τῆς Ἁγίας. Στήν ἲδια βασιλική συγκροτήθηκε τό 451 μ.Χ. ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Εὐτυχῆ καί τόν Διόσκουρο, τούς μονοφυσίτες. Οἱ δύο ἀντίπαλες μερίδες συμφώνησαν - γιά νά καταπαύσει ἡ ἒριδα - νά καταγράψουν σέ δύο διαφορετικά βιβλία τό πιστεύω τους καί νά τά ἀποθέσουν ἐπάνω στό λείψανο τῆς Ἁγίας, παρακαλώντας συγχρόνως τήν Ἁγία νά φανερώσει ποῦ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια. Ἒτσι, οἱ 630 θεοφόροι Πατέρες συνέταξαν τόν Ὀρθόδοξο «Τόμο». Καί οἱ μονοφυσίτες ἒκαναν τό ἲδιο. Ἒπειτα ἀπό 3 ἡμέρες, ὃταν ἂνοιξαν τήν λάρνακα, βρῆκαν τόν τόμο τῶν αἱρετικῶν παραπεταμένο κάτω στά πόδια τῆς Ἁγίας, τόν δέ «Τόμο» τῶν Ὀρθοδόξων νά τόν κρατᾶ στό δεξιό της χέρι. Ἀναφέρεται, μάλιστα, ὃτι κατόπιν ἡ Ἁγία ἃπλωσε τό χέρι της καί παρέδωσε τόν «Τόμο» στόν Πατριάρχη καί τόν αὐτοκράτορα (11η Ἰουλίου).
 
Μέ τό ὑψίστης σημασίας αὐτό θαῦμα, ἡ Ἁγία ἐπεκύρωσε τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ὃπως ὑποδηλώνει τό Ἀπολυτίκιό της «λίαν εὒφρανε τούς Ὀρθοδόξους καί κατῄσχυνε τούς κακοδόξους...». Ἒκτοτε τό ὂνομα τῆς Ἁγίας Εὐφημίας ἒγινε γνωστό σέ ὃλη τήν οἰκουμένη.
 
Τό χαριτόβρυτο λείψανο μετακομίσθηκε ἀργότερα στήν Κωνσταντινούπολη, τό δέ 766 μ.Χ., ἐπί εἰκονομάχων, μεταφέρθηκε στήν Λῆμνο γιά νά διασωθεῖ. Τήν ἐποχή τῆς Φραγκοκρατίας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μεταφέρθηκε στή Σηλυβρία, ἀπ’ ὃπου ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος (Γεώργιος Σχολάριος) τό ἐπανέφερε στήν Κωνσταντινούπολη στόν ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Σήμερα τό ἱερό σκήνωμά της φυλάσσεται στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Φανάρι, μέσα σέ ἀσημένια λάρνακα ρωσικῆς τέχνης, δῶρο τοῦ τελευταίου τσάρου τῆς Ρωσίας Νικολάου Β΄.
 
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τῆς Ἁγίας Εὐφημίας τήν 16η Σεπτεμβρίου.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
 
1.       Ἀλεξάνδρου Καριώτογλου, Χαλκηδών ἡ ἱστορική Μητρόπολη τῆς Βιθυνίας, Ἐκδόσεις «ΜΙΛΗΤΟΣ», 1996.
2.       Δημήτρης Τσουγκαράκης, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ. Ἡ Πόλη τῶν Πόλεων, Ἐκδόσεις «Ἒφεσος» 2002, σελ. 227, 262.
3.       Συμεών τοῦ Μεταφραστοῦ, Ἡ ἂθληση καί τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Γυναικῶν... Τό Μαρτύριον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Εἰσαγωγή-Μετάφραση-σχόλια Γεωργίου Παπαδημητρόπουλου, ἐκδόσεις Ἀποστολική Διακονία, Ἒκδοση Α΄, 2002, σελ. 77-101.
4.      Δήμητρα Π. Μαλλιαροῦ, Οἱ Μεγαλομάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἒκδοση Ἱερᾶς Καλύβης «Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου» Νέα Σκήτη-ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, 2008, Ἡ ἉγίαΕὐφημία, σελ. 327-337.
5.      Βίκτωρος Ματθαίου, Ὁ Μέγας Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Τόμος Θ΄, Ἒκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1963, σελ. 403-412.
6.      Χαρᾶς Α. Ἀγγέλου, Εὐφημία. Ὁ Κρίνος πού δέ λύγισε στ’ ἀτσάλι. Ἒκδοσις «Ἱερᾶς Γυναικείας Κοινοβιακῆς Μονῆς «Ἃγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης».
7.      Ἡ αἳρεσις τῶν Μονοφυσιτῶν, Ἀντιχαλκηδονίων. Διήγησεις ἀπό τούς βίους τῶν Ἁγίων. Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σελ. 25-28.
8.     Θρησκευτική Ἐφημερίς «ΖΩΗ», ἀρ. φ. 1818, ἒτος 1952, «ΗΡΩΙΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ».
9.     Λεξικόν Ἱστορίας καί Γεωγραφίας, ὑπό Σ.Ι. ΒΟΥΤΥΡΑ, Τόμος Θ΄, Ἐν Κων/πολει 1890, λῆμμα «ΧΑΛΚΗΔΩΝ».
10.   Π. Βασιλείου Ρούσσου Α.Α., Βίοι τῶν Ἁγίων Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Σεπτέμβριος, Ἐν Ἀθήναις Καθολική Ἒκδοσις 1948, σελ. 124 -127.